letters greek english
Α, α ανοίγω, ο αδελφός, απέναντι to open/ brother/ opposite
Ανοίγει ένα μαγαζί απέναντι σπίτι μας. He opens up a shop opposite our house.
Ανοίγει ένα μαγαζί απέναντι σπίτι μας.
Ο αδελφός του είναι μεγαλύτερος μου κατά έξι χρόνια. His brother is six years older than me.
Ο αδελφός του είναι μεγαλύτερος μου κατά έξι χρόνια.
Β, β βρίσκω, το βιβλίο, βαρετός,-η,-ο to find, locate/ book/ boring, long-winded, annoying
Δεν μπορώ να βρω το βιβλίο. I can't find the book.
Δεν μπορώ να βρω το βιβλίο.
Το βιβλίο είναι πολύ βαρετό. The book is very boring.
Το βιβλίο είναι πολύ βαρετό
Γ, γ γράφω, η γυναίκα, για to write/ woman/ for, to, about
Τι γράφεις; what do you write?
Τι γράφεις;
Η γυναίκα μου γράφει για τον εαυτό της. My wife writes about herself.
Η γυναίκα μου γράφει για τον εαυτό της.
Δ, δ δουλεύω, η δουλειά, δύσκολος,-η,-ο to work, labor/ street/ difficult
Η δουλειά μου δεν είναι τόσο δύσκολη. My work is not that difficult.
Η δουλειά μου δεν είναι τόσο δύσκολη.
Δε δουλεύω σε γραφείο αλλά σ'ένα κατάστημα. I don't work in an office but in a shop.
Δε δουλεύω σε γραφείο αλλά σ'ένα κατάστημα.
Ε, ε έρχομαι, η Ελλάδα, ελληνικός, -η, -ο, to come/ Griekenland/ Grieks
Πολλοί τουρίστες έρχονται στην Ελλάδα. Many tourists are coming to Greece.
Πολλοί τουρίστες έρχονται στην Ελλάδα.
Η ελληνική γλώσσα είναι μάλλον δύσκολη. The greek language is rather difficult.
Η ελληνική γλώσσα είναι μάλλον δύσκολη.
Ζ, ζ ζω, η ζωή, ζωηρός,-ή,-ό to live/ life/ lively
Έχει ζωηρή ζωή. She has a lively life.
Έχει ζωηρή ζωή.
Έζησε όλη του τη ζωή εδώ. He lived here all his life.
Έζησε όλη του τη ζωή εδώ.
Η, η ηρεμώ, η ημέρα, ο ήλιος to relax, calm down, be quiet/ dag/ zon
Ο ήλιος δεν είναι πλανήτης, είναι αστέρι. The sun is not a planet, it's a star.
Ο ήλιος δεν είναι πλανήτης, είναι αστέρι.
Η θάλασσα θα ηρεμήσει εκείνη την ημέρα. The sea will grow calm that day.
Η θάλασσα θα ησυχάζει εκείνη την ημέρα.
Θ, θ θυμάμαι, η θάλασσα, θεαματικός, -ή, -ό to remember/ sea/ spectacular
Η θάλασσα είναι θεαματική σήμερα. The sea is spectacular today.
Η θάλασσα είναι θεαματική σήμερα.
Δεν το θυμάμαι. I don't remember it.
Δεν το θυμάμαι.
Ι, ι ισχύω, η ιδέα, ίσως to be valid,be in force,apply/ idea/ may-be, perhaps
Αυτός ο κανόνας ισχύει από τη Δευτέρα. This rule is in force on Monday.
Αυτός ο κανόνας ισχύει από τη Δευτέρα.
Ίσως δεν είναι τόσο καλή ιδέα. It is perhaps not such a good idea.
Ίσως δεν είναι τόσο καλή ιδέα
K, k κάνω, καλά, κάτι to do, make/ well, nicely, properly etc./ something
Ο θεός να σ'έχει καλά. God blesses you.
Ο θεός να σ'έχει καλά.
Κάνει κάτι τόσο καλό για τη μητέρα του. He does something good like this for his mother.
Κάνει κάτι τόσο καλό για τη μητέρα του.
Λ, λ λέω, τα λεπτά/το λεπτό, λίγος, -η, -ο to say, tell, mention/ money, minute/ little
Είμαι πίσω σ'ένα λεπτό. I'll be back in a minute.
Είμαι πίσω σ'ένα λεπτό.
Λέγεται ότι έχει λίγα λεπτά. It has been said that he has little money.
Λέγεται ότι έχει λίγα λεπτά.
Μ, μ μιλάω/μιλώ, το μάθημα, μόνος,-η,-ο to speak, talk, lesson,alone les,
Θα μιλάμε για το μάθημα αυτό. We will talk about this lesson.
Θα μιλάμε για το μάθημα αυτό.
ζει μόνος του. He lives alone.
ζει μόνος του.
Ν, ν νιώθω, το νησί/η νήσος, νοστιμός, -η, -ο to feel, sense/ island/ tasty, good-looking, attractive
Νιώθω καλά σε αυτό το νησί. I feel gooed on that island.
Νιώθω καλά σε αυτό το νησί.
Είναι τόσο νόστιμο. It tastes so good.
Είναι τόσο νόστιμο.
Ξ, ξ ξέρω, ξαφνικά, ξυπνιός,-ά -ό to know/ suddenly/ awake, smart, sharp-witted
Ξαφνικά είσαι ξύπνιος. Suddenly you are awake.
Ξαφνικά είσαι ξύπνιος.
Ξέρουν ξένες γλώσσες. They know foreign languages
Ξέρουν ξένες γλώσσες.
Ο, ο οδηγώ, το όνομα, όμορφος, -η, -ο, drive, guide/ / name/ beautiful, pretty, handsome
Οδηγεί το δικό του αυτοκίνητο. He drives his own car.
Οδηγεί το δικό του αυτοκίνητο.
Το όνομά της είναι η Ελένη και είναι πολύ όμορφη Her name is Helen and she is very pretty.
Το όνομά της είναι η Ελένη και είναι πολύ όμορφη.
Π, π πηγαίνω, το παιδί, η πόλη to go/ child/ town
Πηγαίνουμε στο σχολείο για να μάθουμε πολλά. We are going to school to learn a lot.
Πηγαίνουμε στο σχολείο για να μάθουμε πολλά.
Το παιδί πηγαίνει στο σχολείο στην πόλη. The child goes to school in town.
Το παιδί πηγαίνει στο σχολείο στην πόλη.
Ρ, ρ ρωτάω/ρωτώ, το ρήμα, ρητώς to ask/ verb/ expressly
Μου ρωτάει/ρωτά ρητώς να είμαι παρών. He/She asks me expressly to be present.
Μου ρωτάει/ρωτά ρητώς να είμαι παρών.
Το ελληνικό ρήμα ρωτώ είναι ένα ομαλό ρήμα. The Greek verb to ask is a regular verb.
Το ελληνικό ρήμα ρωτώ είναι ένα ομαλό ρήμα.
Σ, σ, ς σπουδάζω, σωστός, -η, -ο, σωστά to study/ right, correct/ right, correctly
Σωστά, έχετε δίκιο. Indeed, you're richt.
Σωστά, έχετε δίκιο.
Σπουδάζουν στη σωστή πόλη. They are studying in the right town.
Σπουδάζουν στη σωστή πόλη.
Τ, τ τιμάω/τιμώ, η τάξη, τώρα to celebrate, honour, grace/ class, classroom, order, tidiness/ now
Τιμάμε τα φαγητά της. We honour her dishes.
Τιμάμε τα φαγητά της.
Ποιος στην τάξη μας είναι ο καλύτερος τώρα. Who is the best now in our class.
Ποιος στην τάξη μας είναι ο καλύτερος τώρα.
Υ, υ υπάρχω, η υγεία, υγιής,-ής,-ές to be, exist/ health/ healthy, sane, fit
Είναι υγιής και υγεία της είναι καλά. She is fit and her health is good.
Είναι υγιής και υγεία της είναι καλά.
Υπάρχει Θεός; Is there a God?
Υπάρχει Θεός;
Φ, φ φεύγωο, ο φίλος, φθηνά to leave/ friend/ cheaply
Ο φίλος μου φεύγει νωρίς το απόγευμα. My friend leaves early this afternoon/evening.
Ο φίλος μου φεύγει νωρίς το απόγευμα.
Βρήκα φθηνά εισιτήρια στο ιντερνετ. I found a cheap ticket on internet.
Βρήκα φθηνά εισιτήρια στο ιντερνετ.
Χ, χ χορεύω, το χρώμα, χωρίς to dance/ colour/ without
Χορεύεις ωραία. You dance nice.
Χορεύεις ωραία.
Χωρίς όλα αυτά τα χρώματα είναι πολύ βαρετά. Without all these colours it is terribly boring.
Χωρίς όλα αυτά τα χρώματα είναι πολύ βαρετά.
Ψ, ψ το ψήνω, to ψάρι, ψητός,-ή,-ό το cook, bake, roast, grill/ vis/ roast, barbecued
Μ'αρέσει ψητό ψάρι. I love grilled fish.
Μ'αρέσει ψητό ψάρι.
Το κρέας ψήνεται και δεν ψήνεται στη σχάρα. The meat is baked and not grilled.
Το κρέας ψήνεται και δεν ψήνεται στη σχάρα.
Ω, ω ωφελώ, η ώρα, ωραία to benefit, profit, gain/ hour, point of time/ well, fine
Από ώρα είναι πολύ ωραία εδώ. For some time it's very nice here.
Από ώρα είναι πολύ ωραία εδώ.
Δεν ωφελούν άμεσα ή έμμεσα. They do not benefit directly or indirectly
Δεν ωφελούν άμεσα ή έμμεσα.

Some notes about the above sentences:

The words «μεγαλύτερος» in «Α, α» and «καλύτερος» in «Τ, τ» are the comparative degrees of the adjectives «μεγάλος, -η, -ο» and «καλός, ή, -ό». The ending «ος» modifies in «ύ», supplemented with the suffix «-τερος, -η, ο». Look at the degrees of comparison in which this is explained in detail.

In «Β, β», «Π, π», and «Ρ, ρ» the subjunctive mood has been used with the particle «να». The subjunctive mood is often used in key phrases with all forms of the verb to express wishes, requests, suggestions, prohibitions and some commands. But also after certain verbs such as «μπορώ» - can, may and behind some prepositions such as «χωρίς». Look at the particle «να» for more explanation

In some of the above sentences the negative particle «δεν» is used. Unlike other European languages, Modern Greek has multiple particles to express a negation, but «δεν» is used in the indicative mood, i.e. the mood used so far in the present tense. Look at the particle «δεν» and on the negation for more clarity

Τhe end «-ν», which has been omitted at «Ζ, ζ» from the phrase «τη(ν) ζωή», is always used in front of vowels and most of the time in front of the following consonants and combinations: «κ, ξ, π, τ, ψ,μπ, ντ, γκ, τζ and τσ». They may be omitted in front of: «β, γ, δ, ζ, θ, μ, ν, λ, ρ, σ, χ and φ». The same applies in front of the negative particles «δε(ν)» and
«μη(ν)», for instance at «Δ, δ» in «δε δουλεύω», the end «-ν» has been ommitted from «δεν».

When two vowels come together, either in a compound word or between words in a sentence, it is likely that one of the two will be omitted. Which one is complicated and depends mostly on the position of the vowel in the order of the sound. It has been shown that the five Greek vowels are arranged on the scale of the sound from the most soundful to the least soundful vowel. This scale looks, in our own sounds, as follows: 1) «a», 2) «o», 3) «u», 4) «e» and 5) «i», although the «i» sometimes proves to be more soundful than the «e». But the fuller the sound is, the less a vowel will be omitted. An example is at «Κ, κ» where «σε» and «έχει» are combined by means of a separator in the sentence «Ο θεός να σ'έχει καλά». The word «έχει» here is a sound with the stress on the «ε» ranked above the «ε» of «σε». The same occurs at
«Ψ, ψ» in the sentence «μ'αρέσει ψητό ψάρι», of which «ου» has been omitted from the personal pronoun «μου», as being less soundful than «α».

The words with the endings in «-ή,-ό», «-α,-ο» and «-ής,-ές» are the adjectives, which are declined according to the declension category, masculine single and plural, femine single and plural and neuter single and plural, of the nouns they accompany.

Adverb like «άμεσα», «εδώ», «χωρίς», «ρητώς», «καλά» etc. are indeclinable, as well as the prepositions «για», «σε» and «από». The nouns following the prepositions are declined in the accusative (4th case).

The verb «αρέσω», In the present tense. For a complete conjugation , look at «αρέσω»
ελληνικά
  • αρέσω
  • αρέσεις
  • αρέσει
  • αρέσουμε, αρέσομε
  • αρέσετε
  • αρέσουν(ε)
αγγλικά
  • I like
  • you like
  • he/she/it likes
  • we like
  • you like
  • they like
Some examples with «αρέσω»:
ελληνικά αγγλικά
Σας αρέσει η Ελλάδα; Do you like Greece?
Σας αρέσουν οι κεφτέδες; Do you like meatballs?
Σου αρέσει η σούπα; Do you like soup?
Σου αρέσουν τα μαθήματα; Do you like the lessons?
Σας αρέσει το βιβλίο; Do you like the book?
Μου αρέσει το βιβλίο. I like the book.
Μας αρέσει το βιβλίο. We like the book.
Μου αρέσουν τα βιβλία. I like books.
Μας αρέσουν τα βιβλία. We like books.
Αν σ'άρεσιε! Like it or lump it!
Δεν του αρέσω. He doesn't like me.
Είτε αρέσει είτε όχι. Whether I like it or not.
Μου αρέσει δεν μου αρέσει. Whether I like it or not.
Θα κάνω ό,τι μ'αρέσει. I'll do as I please.
Μου αρέσεις. I like you.
Μου αρέσουν. I like them.
Όπως σου αρέσει. Do as you please.
The verb «μπορώ», in the present tense. For a complete conjugation, look at «μπορώ»
ελληνικά
  • μπορώ
  • μπορείς
  • μπορεί
  • μπορούμε
  • μπορείτε
  • μπορούν(ε)
αγγλικά
  • I can,may
  • you can,may
  • he/she/it can, may
  • we can,may
  • you can,may
  • they can, may
Some examples with «μπορώ»:
ελληνικά αγγλικά
Μπορώ να πάω έξω; Can i go outside?
Μπορώ να κάνω κάτι. I can do something.
Θα κάνω ό,τι μπορώ. I will do what I can.
Μπορείς να το κάνεις. You can do it.
Δεν μπορώ να το γράφω I can't write .
Μπορείς αύριο; Can you make it tomorrow?
Δεν μπορεί! * That's not possible!
Μπορεί να είναι στο σπίτι. * He could be home.
Μπορεί να βρέξει αύριο. * It could rain tomorrow.
Δεν μπορεί να το έκανε αυτός. * He could not have done that.

* In the last 4 sentences the unpersonal «μπορεί» has been used, i.e. the same word as the 3rd person singular of the verb, but herewith a possibility has been expressed, whilst «μπορεί» as the 3rd personal form of the verb the characteristics ability and permission has been assigned.

This can lead to problems, in particular with respect to the interpretation in a conversation. In a text it is easier to look through which form has been used.

Cardinal and ordinal numbers:
cardinal: masculine, feminine, neuter ordinal: masculine, feminine, neuter
01. ένας, μία, ένα 01st. πρώτος, πρώτη, πρώτο
02. δύο, δύο, δύο 02nd. δεύτερος, δεύτερη, δεύτερα
03. τρεις, τρεις, τρία . 03rd. τρίτος, τρίτη, τρίτο
04. τέσσερις, τέσσερις, τέσσερα 04th. τέταρτος, τέταρτη, τέταρτο
05. πέντε, πέντε, πέντε 05th. πέμπτος, πέμπτη, πέμπτο
06. έξι, έξι, έξι 06th. έκτος, έκτη, έκτο
07. επτά, επτά, επτά 07th. έβδομος, έβδομη, έβδομο
08. οκτώ, οκτώ, οκτώ 08th. όγδοος, όγδοη, όγδοο
09. εννέα, εννέα, εννέα 09th.ένατος, ένατη, ένατο
10. δέκα, δέκα, δέκα 10th. δέκατος, δέκατη, δέκατο
11. έντεκα, έντεκα, έντεκα 11th. εντέκατος, εντέκατη, εντέκατο
12. δώδεκα, δώδεκα, δώδεκα 12th. δωδέκατος, δωδέκατη, δωδέκατο

Some notes about above numerals:

The cardinals are declined like adjectives according to gender, single and plural and case of the noun or another part in the sentence where they belong to.

This does not apply to the indeclinable numeral 11.

All numeral ending in 3 are delined in the same way.

All numeral ending in 4 are delined in the same way.

More info at the numerals

Greek English
meaning part of speech
δουλεύω to work, labour, function regular verb with active and passive voices
ηρεμώ to calm, compose, relax, calm down regular verb in the active voice
θυμάμαι to remember regular verb in the passive voice
ισχύω to be in force, be valid regular verb in the active voice
λέω to say, tell irregular verb with active and passive voices
νιώθω to feel, sense regular verb in the active voice
οδηγώ to drive, guide, lead regular verb with active and passive voices
ρωτώ/ρωτάω to ask regular verb with active and passive voices
σπουδάζω to study regular verb in the active voice
τιμώ/τιμάω to honour, venerate, esteem regular verb with active and passive voices
υπάρχω to be, exist irregular verb in the activevoice
χορεύω to dance regular verb with active and passive voices
ψήνω to bake, roast, grill regular verb with active and passive voices
ωφελώ to profit, benefit regular verb with active and passive voices
το αστέρι star neuter noun
το γραφείο desk, office neuter noun
το δίκιο right neuter noun
η ζωή life feminine noun
ο ήλιος sun masculine noun
η ημέρα day feminine noun
η θάλασσα sea feminine noun
ο Θεός God masculine noun
η ιδέα idea feminine noun
το κρέας meat neuter noun
ο πλανήτης planet masculine noun
το λεπτό/τα λεπτά minute/ money neuter noun
το ρήμα verb neuter noun
το σχάρα grill neuter noun
ο τουρίστας tourist masculine noun
το φαγητό food neuter noun
η υγεία health feminine noun
το χρώμα colour neuter noun
το ψάρι fish neuter noun
άμεσα directly adverb
έμμεσα indirectly adverb
ίσως perhaps, may-be adverb
καλά well, right, clearly, nicely etc. adverb
μάλλον probably, possibly adverb
ξαφνικά suddenly adverb
ρητώς expressly adverb
σωστά right, correctly adverb
φθηνά cheaply adverb
βαρετός, -η, -ο boring, dull adjecttive
ζωηρός, -ή, -ό> happy, gay, joyfull, lively adjective
θεαματικός -ή, -ό spectacular adjective
λίγος, -η, -ο little, small adjective
νοστιμός, -ή, -ό tasty adjective
μόνος, -η, ο alone, only adjective
μονός, ή, -ο single, odd adjective
όλος, -η, -ο all, everything adjective
ομαλός, -η, -ο smooth, even, regular adjective
παρών, -ουσα, -όν present adjective
υγιής, -ής, -ές healthy, fit, well adjective
ψητός, -ή, -ό baked, roasted, frilled adjective
εαυτός oneself pronoun
κατά against, accordingly, per, at, on preposition/adposition
δικός, -ή/-ιά, -ό own (mine) possissive pronoun
εκείνος, -η, -ο that, those demonstrative pronoun
αλλά but conjunction
The The conjugation of the used verbs

The regular verbs are divided in two groups, viz. group A (the first conjugation) and group B (the second conjugation).

To learn the conjugation of a verb we should know the stem of it. The stem indicates the essential meaning of the verb and from there the ending is formed. The first thing we need to know to create verb forms is the difference between the stem of the verb and the ending. Look at the stem of the verb. The stem tells us someting about the aspect and the ending about the person. These two things together give us the information about the voice (active or passive), the person, and the number.

Regular verbs follow the classifications Type and Model. The [Type] tab classifies the verbs according to their personal endings. There are essentially two types, I and II; then, there are two II types, A and B. Type I verbs are accented on the stem. Type II verbs are accented on the personal ending. It's as simple as that. There are some complications with Type II verbs though: some verbs don't seem to belong to A or B, while others belong to both A and B. Verbs having more than one conjugation are hyperlinked on the first person present of the active-indicative, the "name" of the verb. The [Model] tab classifies the verbs according to the stems. Stem formation is quite regular too. There are probably 25, or 30 of them. Each verb usually has three stems, one imperfect stem, shared in active and passive voice, like {βλάφτω, βλάφτομαι}, and two perfect stems, one active, like έβλαψα, and one passive, like βλάφτηκα. The full conjugations are created by combining the Active and Passive models from the Iordanidou book, so our "Model" is an ordered pair, eg. ξύνω has two models, {1, 2}, and {1, 39}. Verbs belonging to more than one model have more than one conjugation, and are connected by hyperlinks. For example, σέρνω, and σύρω both represent the same verb: "draw, pull, drag". Sub [Model]... Μodels can divided into submodels, like when a group of verbs share the optional parts of a model. Check out γράφω. They're all pretty close. Some conjugations do not have a participle, some have an optional infinitive, others have additional periphrased tenses...

The present tense in the indictive mood of the verb «δουλεύω».

ελληνικά
  • δουλεύω
  • δουλεύεις
  • δουλεύει
  • δουλεύουμε, δουλεύομε
  • δουλεύετε
  • δουλεύουν(ε)
αγγλικά
  • I work
  • you work
  • he/she/it works
  • we work
  • you work
  • they work
  • «δουλεύω» is regular verb from category 4 of group A (the first conjugation), with the stem «δουλεύ-ω». It has also a passive voice viz. «δουλεύομαι»

The present tense in the indicative mood of the active verb «ηρεμώ».

ελληνικά
  • ηρεμώ
  • ηρεμείς
  • ηρεμεί
  • ηρεμούμε
  • ηρεμείτε
  • ηρεμούν(ε)
αγγλικά
  • I calm down, relax
  • you calm down, relax
  • he/she/it calms down, relaxes
  • we calm down, relax
  • you calm down, relax
  • they calm down, relax
  • «ηρεμώ» is a regular active verb from category 2 of group B (the second conjugation), with the stem «ηρεμ-ώ». It doesn't have a passive voice.

The present tense in the indicative mood of the passive verb «θυμάμαι».

ελληνικά
  • θυμάμαι, θυμούμαι
  • θυμάσαι
  • θυμάται
  • θυμόμαστε, θυμούμαστε
  • θυμάστε, θυμόσαστε
  • θυμούνται, θυμόντα
αγγλικά
  • I remember, recall
  • you remember, recall
  • he/she/it remembers, recalls
  • we remember, recall
  • you remember, recall
  • they remember, recall
  • The verb «θυμάμαι» is a regular passive verb from the category 1 of the A group (The first conjugation). It has an alternative from, viz. «θυμούμαι». The stem is «θυμά-μαι»

The present tense in the indicative mood of the active verb «ισχύω».

ελληνικά
  • ισχύω
  • ισχύεις
  • ισχύει
  • ισχύουμε
  • ισχύετε
  • ισχύουν(ε)
αγγλικά
  • I apply
  • you apply
  • he/she/it applies
  • we apply
  • you apply
  • they apply
  • «ισχύω» is a regular active verb from the category 1 of the A group, without a passive voice. The stem is «ισχύ-ω». It also means to be in force and to be valid.

The present tense in the indicative mood of the verb «λέω».

ελληνικά
  • λέω, λέγω
  • λες, λέγεις
  • λέει, λέγει
  • λέμε, λέγομε, λέγουμε
  • λέτε, λέγετε
  • λένε, λεν, λέγουν(ε)
αγγλικά
  • I say,tell
  • you say,tell
  • he/she/it says, tells
  • we say,tell
  • you say,tell
  • they say,tell
  • «λέω» is a irregular verb with an active and passive voice. In modern Greek

The present tense in the indicative mood of the active verb «νιώθω».

ελληνικά
  • νιώθω
  • νιώθεις
  • νιώθει
  • νιώθουμε, νιώθομε
  • νιώθετε
  • νιώθουν(ε)
αγγλικά
  • I feel, sense
  • you feel, sense
  • he/she/it feels, senses
  • we feel, sense
  • you feel, sense
  • they feel, sense
  • «νιώθω» is a regular verb with an active voice.

The present tense in the indicative mood of the verb «οδηγώ».

ελληνικά
  • οδηγάω, οδηγώ
  • οδηγάς
  • οδηγάει, οδηγά
  • οδηγάμε, οδηγούμε
  • οδηγάτε
  • οδηγάν(ε), οδηγούν(ε)
αγγλικά
  • I drive, guide
  • you drive, guide
  • he/she/it drives, guides
  • we drive, guide
  • you drive, guide
  • they drive, guide
  • «οδηγώ» is a regular verb with an active and passive voice.

The present tense in the indicative mood of the verb «ρωτάω, ρωτώ».

ελληνικά
  • ρωτάω, ρωτώ
  • ρωτάς
  • ρωτάει, ρωτά
  • ρωτάμε, ρωτούμε
  • ρωτάτε
  • ρωτάν(ε), ρωτούν(ε)
αγγλικά
  • I ask
  • you ask
  • he/she/it asks
  • we ask
  • you ask
  • they ask
  • «ρωτάω, ρωτώ» is a regular verb with an active and passive voice.

The present tense in the indicative mood of the active verb «σπουδάζω».

ελληνικά
  • σπουδάζω
  • σπουδάζεις
  • σπουδάζει
  • σπουδάζουμε, σπουδάζομε
  • σπουδάζετε
  • σπουδάζουν(ε)
αγγλικά
  • I study
  • you study
  • he/she/it studies
  • we study
  • you study
  • they study
  • «σπουδάζω» is a regular verb with in the active voice.

The present tense in the indicative mood of the active verb «τιμάω, τιμώ».

ελληνικά
  • τιμάω, τιμώ
  • τιμάς
  • τιμάει, τιμά
  • τιμάμε, τιμούμε
  • τιμάτε
  • τιμάν(ε), τιμούν(ε)
αγγλικά
  • I honor
  • you honor
  • he/she/it honors
  • we honor
  • you honor
  • they honor
  • «τιμάω, τιμώω» is a regular verb with an active and passive voice.

The present tense in the indicative mood of the active verb «υπάρχω».

ελληνικά
  • υπάρχω
  • υπάρχεις
  • υπάρχει
  • υπάρχουμε, υπάρχομε
  • υπάρχετε
  • υπάρχουν(ε)
αγγλικά
  • I am, exist
  • you are, exist
  • he/she/it is, exists
  • we are, exist
  • you are, exist
  • they are, exist
  • «υπάρχω» is an irregular verb in the active voice.

The present tense in the indicative mood of the active verb «χορεύω».

ελληνικά
  • χορεύω
  • χορεύεις
  • χορεύει
  • χορεύουμε, χορεύομε
  • χορεύετε
  • χορεύουν(ε)
αγγλικά
  • I dance
  • you dance
  • he/she/it dances
  • we dance
  • you dance
  • they dance
  • «χορεύω» is a regular verb in the active voice. It has ....

The present tense in the indicative mood of the active verb «ψήνω».

ελληνικά
  • ψήνω
  • ψήνεις
  • ψήνει
  • ψήνουμε, ψήνομε
  • ψήνετε
  • ψήνουν(ε)
αγγλικά
  • I cook, bake, roast
  • you dance
  • he/she/it cooks, bakes, roasts
  • we cook, bake, roast
  • you cook, bake, roast
  • they cook, bake, roast
  • «ψήνω» is a regular verb with active and passive voices.

The present tense in the indicative mood of the active verb «ωφελώ».

ελληνικά
  • ωφελώ
  • ωφελείς
  • ωφελεί
  • ωφελούμε
  • ωφελείτε
  • ωφελούν(ε)
αγγλικά
  • I profit, benefit
  • you profit, benefit
  • he/she/it profits, benefits
  • we profit, benefit
  • you profit, benefit
  • they profit, benefitt
  • «ωφελώ» is a regular verb with active and passive voices.