Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present μπορώ μπορούμε
μπορείς μπορείτε
μπορεί μπορούν(ε)
Imperfect μπορούσα μπορούσαμε
μπορούσαμε μπορούσατε
μπορούσε μπορούσαν(ε)
Aorist (simple past) μπόρεσα μπορέσαμε
μπόρεσες μπορέσατε
μπόρεσε μπόρεσαν, μπορέσανε
Perfect έχω μπορέσει έχουμε μπορέσει
έχεις μπορέσει έχετε μπορέσε
έχει μπορέσει έχουν μπορέσει
Pluperfect είχα μπορέσει είχαμε μπορέσει
είχες μπορέσει είχατε μπορέσει
είχε μπορέσει είχαν μπορέσει
Future (continuous) θα μπορώ θα μπορούμε
θα μπορείς θα μπορείτε
θα μπορεί θα μπορούνε
Future (simple) θα μπορέσω θα μπορέσουμε, θα μπορέσομε
θα μπορέσεις θα μπορέσετε
θα μπορέσει θα μπορέσουνε
Future Perfect θα έχω μπορέσει θα έχουμε μπορέσει
θα έχεις μπορέσει θα έχετε μπορέσει
θα έχει μπορέσει θα έχουν μπορέσει
Subjunctive Mood
Present να μπορώ να μπορούμε
να μπορείς να μπορείτε
να μπορεί να μπορούνε
Aorist να μπορέσω να μπορέσουμε, -ομε
να μπορέσεις να μπορέσετε
να μπορέσει να μπορέσουν(ε)
Perfect να έχω μπορέσει να έχουμε μπορέσει
να έχεις μπορέσει να έχετε μπορέσει
να έχει μπορέσει να έχουν μπορέσει
Imperative Mood
Present μπορείτε
Aorist μπόρεσε μπορέστε, μπορέσετε
Participle
Present μπορώντας
Perfect έχοντας μπορέσει
Infinitive
Aorist μπορέσει
Examples with «μπορώ»:
ελληνικά αγγλικά
Μπορώ να μεταφέρω τις βαλίτσες σου. I can carry your suitcases.
Μπορεί να παίξει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο. He/she can play the Ninth Symphony of Beethoven on the piano.
Μπορώ να δανειστώ το αυτοκίνητό σου απόψε; Can I borrow your car tonight?
Μπορώ να έχω ένα ποτό παρακαλώ; Can I have a drink please?
Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο, έκανα ό,τι μπορούσα. I can not do anything else, I did what I could.
(Θα) μπορούσα να πέσω, όταν το έκανες αυτό. I could fall, when you did that.
N.B.

The use of the particle «θα» contributes even more to the indirect nature of the assertion.

N.B.

In aforementione sentences the perconal verb «μπορώ» is used.

Some characteristics of «μπορώ» are:

  • «μπορώ» is a personal verb that expresses the ability to do something as well as a permission for the subject. It can only be combined with non-past tense forms and a personal identification should be composed between the auxiliary verb and the main verb.
  • «μπορώ» can occur in all variations of tenses, aspects and negations.
  • «μπορεί» is the impersonal verb (the 3rd person singular of «μπορώ»), that expresses a possibility of something that may happen. Itself it has no past tenses but it can be applied with the particle να» in combination with all the other verbal forms.
  • The two forms, both personal and impersonal, only have an active form.

The difference between the next three sentences:

ελληνικά αγγλικά
Μπορώ να καπνίσω εδώ I can smoke here. (here the personal verb is used. It means: I'm capable of it and it's allowed to smoke here)
Μπορεί να καπνίσω εδώ I can smoke here. (here the personal verb is used. It means: Probably I can smoke here.)
Μπορεί να καπνίσει εδώ One can smoke here. (here the impersonal verb is used. It means: One is capable to smoke here, It is permitted to smoke here or Probably one smokes here.)
N.B.

The first two sentences above do not show a double meaning, whereas the third sentence does so.

Because the impersonal verb «μπορεί» has the same ending as the personal verb in the 3rd person singular, we might stumble upon double meanings. The difference between the characteristics of «μπορώ» (ability and permission) and the characteristics of «μπορεί» (possibility) should clear up the meaning.

That is not always the case, because when someone tells or describes something it is easier to see through, that the personal verb «μπορώ is used. In a conversation the impersonal verb «μπορεί» can be applied quickly by a misinterpretation.

Some examples «μπορώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Μπορούσε να φάει δύο γεμισμένα πιάτα για δείπνο. He could eat two filled dishes for dinner.
Δεν μπορώ να σε καταλάβω. I can not understand you.
Πρόσεχε τι λες γιατί μπορεί να σε κρυφακούσει Be careful what you say because he/she can eavesdrop you.
Some examples with «μπορεί»:
ελληνικά αγγλικά
Μπορεί να σε συναντήσω απόψε. I might meet you this evening.
Αυτός μπορεί να έρθει αύριο. He may come tomorrow.
Μπορεί να είχα καπνίσει. I may have had smoked.
Verbs with the same conjugation as:
- αναιρώ to confute, unsay, negate
- ανακαλώ to call off, countermand, recall
- αποτελώ to constitute, make up
- αρκώ to suffice
- αφαιρώ to abstract, detract, dismount
- διαιρώ to disunite, divide
- διαρκώ * to endure, last, continue
- εκτελώ carry out, implement, execute
- εξαιρώ to except, eclude, exempt
- επαινώ to commend, laud, praise
- επιτελώ to achieve, put through
- καλώ to invite, call on, summon
- παρακαλώ * to ask, beg, request
- προσκαλώ to call on, invite
- τελώ to do, make, complete
- .
 

All verbs have passive forms except those being marked by *