Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present νιώθω νιώθουμε, νιώθομε
νιώθεις νιώθετε
νιώθει νιώθουν(ε)
Imperfect ένιωθα νιώθαμε
ένιωθες νιώθατε
ένιωθε ένιωαθαν, νιώθαν(ε)
Aorist ένιωσα νιώσαμε
ένιωσες νιώσατε
ένιωσε ένιωσαν, νιώσαν(ε)
Perfect έχω νιώσει έχουμε νιώσει
έχεις νιώσει έχετε νιώσει
έχει νιώσει έχουν νιώσει
Pluperfect είχα νιώσει είχαμε νιώσει
είχες νιώσει είχατε νιώσει
είχε νιώσει είχαν νιώσει
Future (continuous) θα νιώθω θα νιώθουμε, θα νιώθομε
θα νιώθεις θα νιώθετε
θα νιώθει θα νιώθουν(ε)
Future simple θα νιώσω θα νιώσουμε, θα νιώσομε
θα νιώσεις θα νιώσετε
θα νιώσει θα νιώσουν(ε)
Future Perfect θα έχω νιώσει θα έχουμε νιώσει
θα έχεις νιώσει θα έχετε νιώσει
θα έχει νιώσει θα έχουν νιώσει
Subjunctive Mood
Present να νιώθω να νιώθουμε, να νιώθομε
να νιώθεις να νιώθετε
να νιώθει να νιώθουν(ε)
Aorist να νιώσω να νιώσουμε, να νιώσομε
να νιώσεις να νιώσετε
να νιώσει να νιώσουν(ε)
Perfect να έχω νιώσει να έχουμε νιώσει
να έχεις νιώσει να έχετε νιώσει
να έχει νιώσει να έχουν νιώσει
Imperative
Present νιώθε νιώθετε
Aorist νιώσε νιώστε
Participle
Present νιώθοντας
Perfect έχοντας νιώσει
Infinitive
Aorist νιώσει
Examples with «νιώθω»:
ελληνικά αγγλικά
Νιώθω την ανάγκη να κάνψ κάτι. I feel the need to do something.
Νιώθεις ένοχος για κάτι; Do you feel quilty about something?
Οι μεθυσμένοι δεν νιώθουν πόνο. Drunkards don't feel pain.
Υπάρχει κάτι για το οποίο νιώθετε ντροπή. There is something for which you feel ashamed.
Σίγουρα θα είχατε νιώσει ντροπή. Certainly that you would have been ashamed.
Ημουν πολύ κρυωμένη ενώ νιώθοντας άρρωστη. I was very cold while feeling sick.
Verbs with the same conjugation as «νιώθω»:
- αλέθω malen
- πείθω overhalen, overtuigen
- πλάθω vormen, creëren