| Tenses - Moods | Active Voice | |
|---|---|---|
| Indicative Mood | Singular | Plural | 
| Present | οδηγάω, οδηγώ | οδηγάμε, οδηγούμε | 
| οδηγάς | οδηγάτε | |
| οδηγάει, οδηγά | οδηγάν(ε), οδηγούν(ε) | |
| Imperfect | οδηγούσα, οδήγαγα | οδηγούσαμε, οδηγάγαμε | 
| οδηγούσες, οδήγαγες | οδηγούσατε, οδηγάγατε | |
| οδηγούσε, οδήγαγε | οδηγούσαν(ε), οδήγαγαν, οδηγάγανε | |
| Aorist | οδήγησα | οδηγήσαμε | 
| οδήγησες | οδηγήσατε | |
| οδήγησε | οδήγησαν, οδηγήσαν(ε) | |
| Perfect | έχω οδηγήσει, έχω οδηγημένο  | 
        έχουμε οδηγήσει, έχουμε οδηγημένο  | 
| έχεις οδηγήσει, έχεις οδηγημένο  | 
        έχετε οδηγήσει, έχετε οδηγημένο  | 
|
| έχει οδηγήσει, έχει οδηγημένο  | 
        έχουν οδηγήσει, έχουν οδηγημένο  | 
|
| Pluperfect | είχα οδηγήσει, είχα οδηγημένο  | 
        είχαμε οδηγήσει, είχαμε οδηγημένο  | 
| είχες οδηγήσει, είχες οδηγημένο  | 
        είχατε οδηγήσει, είχατε οδηγημένο  | 
|
| είχε οδηγήσει, είχε οδηγημένο  | 
        είχαν οδηγήσει, είχαν οδηγημένο  | 
    |
| Future (continuous) | θα οδηγάω, θα οδηγώ | θα οδηγάμε, θα οδηγούμε | 
| θα οδηγάς | θα οδηγάτε | |
| θα οδηγάει, θα οδηγά | θα οδηγάνε, θα οδηγάν, θα οδηγούν(ε) | |
| Future (simple)ekomende tijd (2) | θα οδηγήσω | θα οδηγήσουμε, θα οδηγήσομε | 
| θα οδηγήσεις | θα οδηγήσετε | |
| θα οδηγήσει | θα οδηγήσουν(ε) | |
| Future perfect | θα έχω οδηγήσει, θα έχω οδηγήσει  | 
        θα έχουμε οδηγήσει, θα έχουμε οδηγημένο  | 
| θα έχεις οδηγήσει, θα έχεις οδηγημένο  | 
        θα έχετε οδηγήσει, θα έχετε οδηγημένο  | 
|
| θα έχει οδηγήσει, θα έχει οδηγημένο  | 
        θα έχουν οδηγήσει, θα έχουν οδηγημένο  | 
|
| Subjunctive mood | ||
| Present | να οδηγάω, θα οδηγώ | να οδηγάμε, θα οδηγούμε | 
| να οδηγάς | να οδηγάτε | |
| να οδηγάει, θα οδηγά | να οδηγάνε, θα οδηγάν, θα οδηγούν(ε) | |
| Aorist | να οδηγήσω | να οδηγήσουμε, θα οδηγήσομε | 
| να οδηγήσεις | να οδηγήσετε | |
| να οδηγήσει | να οδηγήσουν(ε) | |
| Perfect | να έχω οδηγήσει, να έχω οδηγημένο  | 
        να έχουμε οδηγήσει, να έχουμε οδηγημένο  | 
| να έχεις οδηγήσει, να έχεις οδηγημένο  | 
        να έχετε οδηγήσει, να έχετε οδηγημένο  | 
|
| να έχει οδηγήσει, να έχει οδηγημένο  | 
        να έχουν οδηγήσει, να έχουν οδηγημένο  | 
|
| Imperative | ||
| Present | -- | οδηγείτε | 
| Aorist | οδήγησε | οδηγήστε, οδηγήσετε | 
| Participle | ||
| Present | οδηγώντας | |
| Perfect | έχοντας οδηγήσει, έχοντας οδηγημένο | |
| Infinitive | ||
| Aorist | οδηγήσει | |
Examples with «οδηγάω, οδηγώ»:
| ελληνικά | αγγλικά | 
|---|---|
| Είμαστε υπερήφανοι που θα οδηγήσετε εσείς τους προσεχείς μήνες. | We are proud that you are in charge in the coming months. | 
| Σήμερα το απόγευμα οδηγούσα μέσω του Λονδίνο. | Today in the afternoon I drove through London. | 
| Αυτό οδήγησε σε μια ολοένα μεγαλύτερη ανάγκη για εποπτεία. | This has led to an increasing need for overview. | 
| Η απόφαση αυτή δεν θα μας οδηγήσει πουθενά | That decision will not lead us anywhere. | 
Verbs with the same conjugation as «οδηγάω, οδηγώ»


