letters grieks nederlands
Α, α ανοίγω, ο αδελφός, απέναντι openen, broer, tegenover
Ανοίγει ένα μαγαζί απέναντι σπίτι μας. Hij opent een winkel tegenover ons huis.
Ανοίγει ένα μαγαζί απέναντι σπίτι μας.
Ο αδελφός του είναι μεγαλύτερος μου κατά έξι χρόνια. Zijn broer is zes jaar ouder dan ik.
Ο αδελφός του είναι μεγαλύτερος μου κατά έξι χρόνια.
Β, β βρίσκω, το βιβλίο, βαρετός,-η,-ο vinden, zich bevinden/ boek/ saai, langdradig, vervelend
Δεν μπορώ να βρω το βιβλίο. Ik kan het boek niet vinden.
Δεν μπορώ να βρω το βιβλίο.
Το βιβλίο είναι πολύ βαρετό. Het boek is zeer saai.
Το βιβλίο είναι πολύ βαρετό
Γ, γ γράφω, η γυναίκα, για schrijven/ vrouw/ voor, naar, over
Τι γράφεις; Wat schrijf je?
Τι γράφεις;
Η γυναίκα μου γράφει για τον εαυτό της. Mijn vrouw schrijft over haarzelf.
Η γυναίκα μου γράφει για τον εαυτό της.
Δ, δ δουλεύω, η δουλειά, δύσκολος,-η,-ο werken, arbeiden/ werk/ moeilijk
Η δουλειά μου δεν είναι τόσο δύσκολη. Mijn werk is niet zo moeilijk.
Η δουλειά μου δεν είναι τόσο δύσκολη.
Δε δουλεύω σε γραφείο αλλά σ'ένα κατάστημα. Ik werk niet in een kantoor maar in een winkel.
Δε δουλεύω σε γραφείο αλλά σ'ένα κατάστημα.
Ε, ε έρχομαι, η Ελλάδα, ελληνικός, -η, -ο komen/ Griekenland/ Grieks
Πολλοί τουρίστες έρχονται στην Ελλάδα. Er komen veel toeristen in Griekenland.
Πολλοί τουρίστες έρχονται στην Ελλάδα.
Η ελληνική γλώσσα είναι μάλλον δύσκολη. De griekse taal is tamelijk moeilijk.
Η ελληνική γλώσσα είναι μάλλον δύσκολη.
Ζ, ζ ζω, η ζωή, ζωηρός,-ή,-ό leven, wonen, leven/ druk/ levendig
Έχει ζωηρή ζωή. Zij heeft een druk leven
Έχει ζωηρή ζωή.
Έζησε όλη του τη ζωή εδώ. Hij woonde hier zijn hele leven.
Έζησε όλη του τη ζωή εδώ.
Η, η ηρεμώ, η ημέρα, ο ήλιος relaxen, kalm worden, rustig zijn/ dag/ zon
Ο ήλιος δεν είναι πλανήτης, είναι αστέρι. De zon is geen planeet, het is een ster.
Ο ήλιος δεν είναι πλανήτης, είναι αστέρι.
Η θάλασσα θα ηρεμήσει εκείνη την ημέρα. De zee zal die dag kalm worden.
Η θάλασσα θα ηρεμήσει εκείνη την ημέρα.
Θ, θ θυμάμαι, η θάλασσα, θεαματικός, -ή, -ό herinneren/ zee/ spectaculair
Η θάλασσα είναι θεαματική σήμερα. De zee is vandaag spectaculair.
Η θάλασσα είναι θεαματική σήμερα.
Δεν το θυμάμαι. Ik herinner het me niet.
Δεν το θυμάμαι.
Ι, ι ισχύω, η ιδέα, ίσως geldig zijn, van kracht zijn/ idee/ misschien, wellicht
Αυτός ο κανόνας ισχύει από τη Δευτέρα. Deze regel is van kracht op maandag.
Αυτός ο κανόνας ισχύει από τη Δευτέρα.
Ίσως δεν είναι τόσο καλή ιδέα. Het is misschien niet zo'n goed idee.
Ίσως δεν είναι τόσο καλή ιδέα
K, k κάνω, καλά, κάτι doen, maken/ goed, aardig, correct, juist etc./ iets
Ο θεός να σ'έχει καλά. God zegent je.
Ο θεός να σ'έχει καλά.
Κάνει κάτι τόσο καλό για τη μητέρα του. Hij doet zoiets goeds voor zijn moeder.
Κάνει κάτι τόσο καλό για τη μητέρα του.
Λ, λ λέω, τα λεπτά/το λεπτό, λίγος, -η, -ο zeggen, vertellen, noemen/ geld, minuut/ weinig, een beetje
Είμαι πίσω σ'ένα λεπτό. Ik ben terug in een minuut.
Είμαι πίσω σ'ένα λεπτό.
Λέγεται ότι έχει λίγα λεπτά. Er wordt gezegd dat hij weinig geld heeft.
Λέγεται ότι έχει λίγα λεπτά.
Μ, μ μιλάω/μιλώ, το μάθημα, μόνος,-η,-ο spreken, praten/ les/ alleen
Θα μιλάμε για το μάθημα αυτό. We zullen over deze les spreken.
Θα μιλάμε για το μάθημα αυτό.
ζει μόνος του. Hij leeft alleen.
ζει μόνος του.
Ν, ν νιώθω, το νησί/η νήσος, νοστιμός, -η, -ο voelen/ eiland/ smakelijk, goed uitziend, aantrekkelijk
Νιώθω καλά σε αυτό το νησί. Ik voel me goed op dat eiland
Νιώθω καλά σε αυτό το νησί.
Είναι τόσο νόστιμο. Het smaakt zo goed.
Είναι τόσο νόστιμο.
Ξ, ξ ξέρω, ξαφνικά, ξυπνιός,-ά -ό weten/kennen, plotseling, uitgeslapen/wakker/ slim/scherpzinnig
Ξαφνικά είσαι ξύπνιος. Plotseling ben je wakker.
Ξαφνικά είσαι ξύπνιος.
Ξέρουν ξένες γλώσσες. Zij kennen vreemde talen.
Ξέρουν ξένες γλώσσες.
Ο, ο οδηγώ, το όνομα, όμορφος, -η, -ο rijden, besturen/. naam/ mooi, prachtig
Οδηγεί το δικό του αυτοκίνητο. Hij bestuurt zijn eigen auto.
Οδηγεί το δικό του αυτοκίνητο.
Το όνομά της είναι η Ελένη και είναι πολύ όμορφη. Haar naam is Helen en ze is erg mooi.
Το όνομά της είναι η Ελένη και είναι πολύ όμορφη
Π, π πηγαίνω, το παιδί, η πόλη gaan/ kind/ stad
Πηγαίνουμε στο σχολείο για να μάθουμε πολλά. We gaan naar school om veel te leren.
Πηγαίνουμε στο σχολείο για να μάθουμε πολλά.
Το παιδί πηγαίνει στο σχολείο στην πόλη. Het kind gaat in de stad naar school.
Το παιδί πηγαίνει στο σχολείο στην πόλη.
Ρ, ρ ρωτάω/ρωτώ, το ρήμα, ρητώς vragen/ werkwoord/ uitdrukkelijk
Μου ρωτάει/ρωτά ρητώς να είμαι παρών. Hij/Zij vraagt me uitdrukkelijk om aanwezig te zijn.
Μου ρωτάει/ρωτά ρητώς να είμαι παρών.
Το ελληνικό ρήμα ρωτώ είναι ένα ομαλό ρήμα. Het griekse werkwoord vragen is een regelmatig werkwoord
Το ελληνικό ρήμα ρωτώ είναι ένα ομαλό ρήμα.
Σ, σ, ς σπουδάζω, σωστός, -η, -ο, σωστά studeren/ juist, correct/ juist, correct (bijwoord)
Σωστά, έχετε δίκιο. Inderdaad, u heeft gelijk.
Σωστά, έχετε δίκιο.
Σπουδάζουν στη σωστή πόλη. Zij studeren in de juiste stad.
Σπουδάζουν στη σωστή πόλη.
Τ, τ τιμάω/τιμώ, η τάξη, τώρα vereren, huldigen/ klas, klaslokaal, orde, netheid/ nu
Τιμάμε τα φαγητά της. We doen haar eten eer aan.
Τιμάμε τα φαγητά της.
Ποιος στην τάξη μας είναι ο καλύτερος τώρα. Wie is de beste nu in inze klas.
Ποιος στην τάξη μας είναι ο καλύτερος τώρα.
Υ, υ υπάρχω, η υγεία, υγιής,-ής,-ές bestaan, zijn/ gezondheid/ gezond, fit
Είναι υγιής και υγεία της είναι καλά. Zij is fit en haar gezondheid is goed.
Είναι υγιής και υγεία της είναι καλά.
Υπάρχει Θεός; Bestaat God?
Υπάρχει Θεός;
Φ, φ φεύγωο, ο φίλος, φθηνά weggaan, vertrekken/ vriend/ goedkoop
Ο φίλος μου φεύγει νωρίς το απόγευμα. Mijn vriend vertrekt deze avond/middag vroeg.
Ο φίλος μου φεύγει νωρίς το απόγευμα.
Βρήκα φθηνά εισιτήρια στο ιντερνετ. Ik vond op internet een goedkoop kaartje/ticket.
Βρήκα φθηνά εισιτήρια στο ιντερνετ.
Χ, χ χορεύω, το χρώμα, χωρίς dansen/ kleur/ zonder
Χορεύεις ωραία. Je danst goed.
Χορεύεις ωραία.
Χωρίς όλα αυτά τα χρώματα είναι πολύ βαρετά Zonder all deze kleuren is het erg saai.
Χωρίς όλα αυτά τα χρώματα είναι πολύ βαρετά
Ψ, ψ το ψήνω, to ψάρι, ψητός,-ή,-ό koken/bakken/roosteren, vis, geroosterd/gegrild
Μ'αρέσει ψητό ψάρι. Ik hou van gegrilde vis.
Μ'αρέσει ψητό ψάρι.
Το κρέας ψήνεται και δεν ψήνεται στη σχάρα. Het vlees wordt gebakken en niet gegrild.
Το κρέας ψήνεται και δεν ψήνεται στη σχάρα.
Ω, ω ωφελώ, η ώρα, ωραία voordeel hebben, profiteren/ uur, tijdstip/ leuk, mooi, prima
Από ώρα είναι πολύ ωραία εδώ. Tegenwoordig is het hier erg leuk.
Από ώρα είναι πολύ ωραία εδώ.
Δεν ωφελούν άμεσα ή έμμεσα. Zij hebben geen direct of indirect voordeel.
Δεν ωφελούν άμεσα ή έμμεσα.

Enkele notities over bovenstaande zinnen:

De woorden «μεγαλύτερος» in «Α, α» en «καλύτερος» in «Τ, τ» zijn de vergrotende trappen van de bijvoeglijke naamwoorden «μεγάλος, -η, -ο» en «καλός, ή, -ό». De uitgang «ος» verandert in «ύ» aangevuld met het achtervoegsel «-τερος, -η, ο». Zie de trappen van vergelijking waarin dit uitgebreid wordt uitgelegd.

In «Β, β», «Π, π», en «Ρ, ρ» is de aanvoegende wijs gebruikt met het particle «να». De aanvoegende wijs wordt vaak gebruikt in hoofzinnen met alle persoonsvormen van het werkwoord om wensen, verzoeken, suggesties, verboden en sommige bevelen te uiten, maar ook na bepaalde werkwoorden zoals «μπορώ» - kunnen, mogen en na enkele voorzetsels zoals «χωρίς». Kijk bij het partikel «να» , voor meer informatie erover.

In enkele bovenstaande zinnen is het ontkennings partikel «δεν» gebruikt. In tegenstelling tot andere Europese talen heeft het Moderne Grieks meerdere partikels om een ontkenning te uiten, maar «δεν» wordt in de aantonende wijs gebruikt, d.w.z. de wijs die hier tot nu toe in de onvoltooid tegenwoordige tijd gebruikt is. Kijk op het partikel «δεν» en op de ontkenning voor meer duidelijkheid

De laatste «-ν», die bv. is weggelaten bij de «Ζ, ζ» in «τη(ν) ζωή», wordt wel altijd gebruikt voor klinkers en meestal voor de volgende medeklinkers en combinaties: «κ, ξ, π, τ, ψ,μπ, ντ, γκ, τζ en τσ». Ze mogen weggelaten worden voor: «β, γ, δ, ζ, θ, μ, ν, λ, ρ, σ, χ en φ». Het zelfde geldt voor de negatieve partikels «δε(ν)» en «μη(ν)», zoals bij de «Δ, δ» in «δε δουλεύω» is bij «δεν» de laatste «-ν» weggelaten.

Als twee klinkers samen komen, hetzij in een samengesteld woord of tussen woorden in een zin, is het waarschijnlijk dat een van de twee weggelaten zal worden. Welke dat is, is ingewikkeld en hangt veelal af van de positie van de klinker in de rangorde van de klank. Er is aangetoond dat de vijf griekse klinkers op de toonladder van de klank gerangschikt zijn van de meest klankvolle naar de minst klankvolle klinker. Deze toonladder ziet er, in onze eigen klanken, als volgt uit: 1) «a», 2) «o», 3) «u», 4) «e» en 5) «i», alhoewel de «i» soms bewijst klankvoller te zijn dan «e». Maar des te voller de klank des te minder een klinker weggelaten zal worden. Voorbeelden hiervan zijn bij de «Ψ, ψ» in de zin «Μ'αρέσει ψητό ψάρι», waarvan de «ου» van het persoonlijke voornaamwoord «μου» wordt weggelaten omdat het minder vol van klank is dan «α» bij «Κ, κ» wordt «σε» en «έχει» d.m.v. een scheidingsteken samengevoegd in de zin «Ο θεός να σ'έχει καλά». Het woord «έχει» staat hier als klank met het accent op de «ε» boven de «ε» van «σε».

De woorden waarachter de uitgangen «-ή,-ό», «-α,-ο» and «-ής,-ές» staan, zijn de bijvoegelijke naamwoorden, die worden vervoegd volgens de verbuigingscategorie, mannelijk enkel- en meervoud, vrouwelijk enkel- en meervoud en onzijdig enkel- en meervoud van de zelfstandige naamwoorden waar ze bij horen.

De bijwoorden zoals «άμεσα», «εδώ», «χωρίς», «ρητώς» «καλά» etc. zijn onvervoegbaar, evenals de voorzetsels zoals «για», «σε» en «από». De zelfstandige naamwoorden en persoonlijke vooornaamwoorden, die eventueel na een voorzetsel komen, worden in de accusatief of wel de 4de naamval vervoegd.

Een van de nieuwe werkwoorden is het werkwoord «αρέσω», hieronder vervoegd in de onvoltooid tegenwoordige tijd. Voor de volledige vervoeging, zie «αρέσω»
ελληνικά
  • αρέσω
  • αρέσεις
  • αρέσει
  • αρέσουμε, αρέσομε
  • αρέσετε
  • αρέσουν(ε)
ολλανδικά
  • ik vind leuk/houd van
  • jij vindt leuk/houdt van
  • hij/zij vindt leuk/houdt van
  • wij vinden leuk/houden van
  • u/jullie vinden leuk/houden van
  • zij vinden leuk/houden van
Enkele voorbeelden met «αρέσω»:
ελληνικά ολλανδικά
Σας αρέσει η Ελλάδα; Houdt u van Griekenland?
Σας αρέσουν οι κεφτέδες; Vindt u gehaktballetjes lekker?
Σου αρέσει η σούπα; Hou je van soep?
Σου αρέσουν τα μαθήματα; Vinden jullie de lessen leuk?
Σας αρέσει το βιβλίο; Vind u het boek leuk?
Μου αρέσει το βιβλίο. Ik vind het boek leuk.
Μας αρέσει το βιβλίο Wij vinden het boek leuk.
Μου αρέσουν τα βιβλία. Ik vind de boeken leuk.
Μας αρέσουν τα βιβλία. Wij vinden de boeken leuk.
Αν σ'άρεσιε! Houd ervan of niet!
Δεν του αρέσω. Hij vindt me niet leuk.
Είτε αρέσει είτε όχι. Ofwel ik vind het leuk, of niet.
Μου αρέσει δεν μου αρέσει. Ofwel ik vind het leuk of niet.
Θα κάνω ό,τι μ'αρέσει. Ik doe wat ik leuk vind.
Μου αρέσεις. Ik vind je leuk.
Μου αρέσουν. Ik vind hen leuk.
Όπως σου αρέσει. Doe wat je leuk vindt.
Het werkwoord «μπορώ», in de onvoltooid tegenwoordige tijd. Voor de volledige vervoeging, zie «μπορώ»
ελληνικά
  • μπορώ
  • μπορείς
  • μπορεί
  • μπορούμε
  • μπορείτε
  • μπορούν(ε)
ολλανδικά
  • ik kan, mag
  • jij kunt, mag
  • hij/zij kan, mag
  • wij kunnen, mogen
  • jullie kunnen, mogen/u kunt, mag
  • zij kunnen, mogen
Enkele voorbeelden met «μπορώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Μπορώ να πάω έξω; Kan ik naar buiten gaan?
Μπορώ να κάνω κάτι. Ik kan iets doen.
Θα κάνω ό,τι μπορώ. Ik zal doen wat ik kan.
Μπορείς να το κάνεις. Je kunt het doen.
Δεν μπορώ να το γράφω Ik kan het niet schrijven.
Μπορείς αύριο; Kun je morgen?
Δεν μπορεί! * Dat is niet mogelijk!
Μπορεί να είναι στο σπίτι. * Hij zou thuis kunnen zijn.
Μπορεί να βρέξει αύριο. * Het zou morgen kunnen regenen.
Δεν μπορεί να το έκανε αυτός. * Hij kan dat niet gedaan hebben.

* In de laatste 4 zinnen is het onpersoonlijke «μπορεί» gebruikt, d.w.z. hetzelfde woord als de 3de persoon enkelvoud van het werkwoord, maar waar een mogelijkheid mee wordt uitgedrukt, terwijl «μπορεί» als de 3de persoonsvorm vorm van het werkwoord als kenmerken vermogen en toestemmen heeft.

Een en ander kan tot problemen leiden v.w.b. de interpretatie in een gesprek. In een tekst is het gemakkelijker te onderkennen om welke vorm het gaat.

Hoofdtelwoorden en rangtelwoorden:
hoofdtelwoord: mannelijk, vrouwelijk, onzijdig rangtelwoord: mannelijk, vrouwelijk, onzijdig
01. ένας, μία, ένα 01st. πρώτος, πρώτη, πρώτο
02. δύο, δύο, δύο 02de. δεύτερος, δεύτερη, δεύτερα
03. τρεις, τρεις, τρία . 05de. τρίτος, τρίτη, τρίτο
04. τέσσερις, τέσσερις, τέσσερα 04de. τέταρτος, τέταρτη, τέταρτο
05. πέντε, πέντε, πέντε 05de. πέμπτος, πέμπτη, πέμπτο
06. έξι, έξι, έξι 06de. έκτος, έκτη, έκτο
07. επτά, επτά, επτά 07de. έβδομος, έβδομη, έβδομο
08. οκτώ, οκτώ, οκτώ 08ste. όγδοος, όγδοη, όγδοο
09. εννέα, εννέα, εννέα 09de.ένατος, ένατη, ένατο
10. δέκα, δέκα, δέκα 10de. δέκατος, δέκατη, δέκατο
11. έντεκα, έντεκα, έντεκα 11de. εντέκατος, εντέκατη, εντέκατο
12. δώδεκα, δώδεκα, δώδεκα 12de. δωδέκατος, δωδέκατη, δωδέκατο

Enkele notities bij bovenstaande telwoorden:

De hoofdtelwoorden worden verbogen als bijvoegelijke naamwoorden volgens geslacht, enkel of meervoud en naamval van het zelfstandig naamwoord of ander onderdeel in de zin, waar ze bij horen.

Dit geldt niet voor het onverbuigbare getal 11.

Alle telwoorden eindigend op een 3 worden op dezelfde wijze verbogen.

Alle telwoorden eindigend op een 4 worden op dezelfde wijze verbogen.

Meer info op de telwoorden

Grieks Nederlands
betekenig woordsoort
δουλεύω werken, arbeiden, functioneren regelmatig werkwoord met actieve en passieve vormen
ηρεμώ relaxen, kalm worden, rustig zijn regelmatig werkwoord in de actieve vorm
θυμάμαι herinneren regelmatig werkwoord in de passieve vorm
ισχύω geldig zijn, van kracht zijn regelmatig werkwoord in de actieve vorm
λέω zeggen,vertellen, noemen onregelmatig werkwoord met actieve en passieve vormen
νιώθω voelen, aanvoelen regelmatig werkwoord in de actieve vorm
οδηγώ rijden, besturen regelmatig werkwoord met actieve en passieve vormen
ρωτώ/ρωτάω vragen regelmatig werkwoord met actieve en passieve vormen
σπουδάζω studeren regelmatig werkwoord in de actieve vorm
τιμώ/τιμάω vereren, huldigen regelmatig werkwoord met actieve en passieve vormen
υπάρχω bestaan, zijn onregelmatig werkwoord in de actieve vorm
χορεύω dansen regelmatig werkwoord met actieve en passieve vormen
ψήνω bakken grillen, roosteren regelmatig werkwoord met actieve en passieve vormen
ωφελώ voordeel hebben, profiteren regelmatig werkwoord met actieve en passieve vormen
το αστέρι ster onzijdig zelfstandig naamwoord
το γραφείο bureau, kantoor onzijdig zelfstandig naamwoord
το δίκιο recht onzijdig zelfstandig naamwoord
η ζωή leven vrouwelijk zelfstandig naamwoord
ο ήλιος zon mannelijk zelfstandig naamwoord
η ημέρα dag vrouwelijk zelfstandig naamwoord
η θάλασσα zee vrouwelijk zelfstandig naamwoord
ο Θεός God mannelijk zelfstandig naamwoord
το κρέας vlees onzijdig zelfstandig naamwoord
η ιδέα idee vrouwelijk zelfstandig naamwoord
το λεπτό/τα λεπτά minuut, geld onzijdig zelfstandig naamwoord
ο πλανήτης planeet> mannelijk zelfstandig naamwoord
το ρήμα werkwoord onzijdig zelfstandig naamwoord
το σχάρα grill onzijdig zelfstandig naamwoord
ο τουρίστας tourist mannelijk zelfstandig naamwoord
το φαγητό voedsel, eten onzijdig zelfstandig naamwoord
η υγεία gezondheid vrouwelijk zelfstandig naamwoord
το χρώμα kleur onzijdig zelfstandig naamwoord
το ψάρι vis onzijdig zelfstandig naamwoord
άμεσα direct bijwoord
έμμεσα indirect bijwoord
ίσως misschien, wellicht bijwoord
καλά goed, duidelijk, mooi, etc. bijwoord
μάλλον waarschijnlijk, mogelijk bijwoord
ξαφνικά plotseling bijwoord
ρητώς uitdrukkelijk bijwoord
σωστά juist, correct bijwoord
φθηνά goedkoop bijwoord
βαρετός, -η, -ο saai, vervelend bijvoeglijk naamwoordx
ζωηρός, -ή, -ό> blij, vrolijk, levendig bijvoeglijk naamwoord
θεαματικός -ή, -ό spectaculair bijvoeglijk naamwoord
λίγος, -η, -ο smakelijk, goed uitziend, aantrekkelijk bijvoeglijk naamwoord
νοστιμός, -ή, -ό smakelijk bijvoeglijk naamwoord
μόνος, -η, ο alleen, enkel en alleen bijvoeglijk naamwoord
μονός, ή, -ο enkel, alleen (alleenstaand) bijvoeglijk naamwoord
όλος, -η, -ο alles bijvoeglijk naamwoord
ομαλός, -η, -ο gelijkmatig, gelijk, regelmatig bijvoeglijk naamwoord
παρών, -ουσα, -όν present, aanwezig bijvoeglijk naamwoord
υγιής, -ής, -ές gezond fit,goede conditie bijvoeglijk naamwoord
ψητός, -ή, -ό gebakken, gegrild, geroosterd bijvoeglijk naamwoord
εαυτός jezelf voornaamwoord
κατά tegen, dienovereenkomstig, per,
op, etc.
voorzetsel/achterzetsel
δικός, -ή/-ιά, -ό eigen (v.eigendom) bezittelijk voornaamwoord
εκείνος, -η, -ο die, dat aanwijzend voornaamwoord
αλλά maar voegwoord
De vervoeging van de gebruikte werkwoorden

De regelmatige werwoorden zijn verdeeld in twee groepen t.w. groep A (de eerste vervoeging) en groep B (de tweede vervoeging).

Om de vervoeging van en werkwoord te leren dienen we de stam te weten. De stam geeft de essentiele betekenis van een werkwoord aan en van daaruit wordt de uitgang gevormd. Het eerste wat we dienen te weten is het verschil tussen de stam van een werkwoord en de uitgang ervan. Zie hiervoor de stam van het werkwoord. De stam vertelt ons iets over het aspect en de uitgang over de persoon. Deze twee dingen samen geven ons de informatie over de vorm (actief of passief), de persoon en enkel- en meervoud.

Regelmatige werkwoorden volgen de classificaties Type en Model. Het tabblad [Type] classificeert de werkwoorden op basis van hun persoonlijke eindes. Er zijn in essentie twee typen, I en II; dan zijn er twee II-typen, A en B. Type I-werkwoorden worden geaccentueerd op de stengel. Type II-werkwoorden worden geaccentueerd op het persoonlijke einde. Zo simpel is het. Er zijn echter enkele complicaties met Type II-werkwoorden: sommige werkwoorden lijken niet te behoren tot A of B, terwijl andere tot A en B behoren. Werkwoorden met meer dan één conjugatie worden op de eerste persoon van het actief-indicatieve hyperlink weergegeven , de "naam" van het werkwoord.

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het actieve werkwoord «δουλεύω».

ελληνικά
  • δουλεύω
  • δουλεύεις
  • δουλεύει
  • δουλεύουμε, δουλεύομε
  • δουλεύετε
  • δουλεύουν(ε)
ολλανδικά
  • ik werk
  • jij werkt
  • hij/zij/het werkt
  • wij werken
  • jullie/u werken/ werkt
  • zij werken
  • «δουλεύω» is een regelmatig werkwoord uit categorie 4 van groep A (de eerste vervoeging), met de stam «δουλεύ-ω». Het heeft ook een passieve vorm t.w. «δουλεύομαι»

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het actieve werkwoord «ηρεμώ».

ελληνικά
  • ηρεμώ
  • ηρεμείς
  • ηρεμεί
  • ηρεμούμε
  • ηρεμείτε
  • ηρεμούν(ε)
ολλανδικά
  • Ik kalmeer, relax
  • you kalmeert, relaxt
  • hij/zij/het kalmeert, relaxt
  • wij kalmeren, relaxen
  • jullie/u kalmeren, relaxen/ kalmeert, relaxt
  • zij kalmeren, relaxen
  • «ηρεμώ» is een regelmatig actief werkwoord uit catagorie 2 van de B group (de tweede vervoeging) met als stem «ηρεμ-ώ». Het heeft geen passieve vorm.

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het passieve werkwoord «θυμάμαι».

ελληνικά
  • θυμάμαι, θυμούμαι
  • θυμάσαι
  • θυμάται
  • θυμόμαστε, θυμούμαστε
  • θυμάστε, θυμόσαστε
  • θυμούνται, θυμόντα
ολλανδικά
  • Ik herinner
  • jij herinnert
  • hij/zij/het herinnert
  • wij herinneren
  • jullie/u herinneren/ herinert
  • zij herinneren
  • Het werkwoord «θυμάμαι» is een regelmatig passief werkwoord uit categorie 1 van de A groep (de eerste vervoeging). Het heeft een alternatieve vorm t.w. «θυμούμαι». De stam is «θυμά-μαι»

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het actieve werkwoord «ισχύω».

ελληνικά
  • ισχύω
  • ισχύεις
  • ισχύει
  • ισχύουμε
  • ισχύετε
  • ισχύουν(ε)
ολλανδικά
  • ik pas toe
  • jij past toe
  • hij/zij/het past toe
  • wij passen toe
  • jullie/u passen/ past toe
  • zij passen toe
  • «ισχύω» is een regelmatig actief werkwoord uit categorie 1 van de A group, zonder een passieve vorm. De stam is «ισχύ-ω». Het betekent ook van kracht zijn en geldig zijn.

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het werkwoord «λέω».

ελληνικά
  • λέω, λέγω
  • λες, λέγεις
  • λέει, λέγει
  • λέμε, λέγομε, λέγουμε
  • λέτε, λέγετε
  • λένε, λεν, λέγουν(ε)
ολλανδικά
  • ik zeg, vertel
  • jij zegt, vertelt
  • hij/zij/het zegt, vertelt
  • wij zeggen, vertellen
  • jullie/u zeggen, vertellen/ zegt, verteltt
  • zij zeggen, vertellen
  • «λέω» is een onregelmatig werkwoord met een actieve en passieve vorm.

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het actieve werkwoord «νιώθω».

ελληνικά
  • νιώθω
  • νιώθεις
  • νιώθει
  • νιώθουμε, νιώθομε
  • νιώθετε
  • νιώθουν(ε)
ολλανδικά
  • ik voel
  • jij voelt
  • hij/zij/het voelt
  • wij voelen
  • jullie/u voelen/ voelt
  • zij voelen
  • «νιώθω» is een regelmatig werkwoord in een actieve vorm.

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het werkwoord «οδηγώ».

ελληνικά
  • οδηγάω, οδηγώ
  • οδηγάς
  • οδηγάει, οδηγά
  • οδηγάμε, οδηγούμε
  • οδηγάτε
  • οδηγάν(ε), οδηγούν(ε)
ολλανδικά
  • ik stuur, rijd
  • jij stuurt, rijdt
  • hij/zij/het neemt/krijgt
  • wij sturen, rijden
  • jullie/u sturen, rijden/ stuurt, rijdt
  • zij sturen, rijden
  • «οδηγώ» is een regelmatig werkwoord met een actieve en passieve vorm.

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het werkwoord «ρωτάω, ρωτώ».

ελληνικά
  • ρωτάω, ρωτώ
  • ρωτάς
  • ρωτάει, ρωτά
  • ρωτάμε, ρωτούμε
  • ρωτάτε
  • ρωτάν(ε), ρωτούν(ε)
ολλανδικά
  • ik vraag
  • jij vraagt
  • hij/zij/het vraagt
  • wij vragen
  • jullie/u vragen/ vraagt
  • zij vragen
  • «ρωτάω, ρωτώ» is een regelmatig werkwoord met een actieve en passieve vorm.

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het werkwoord «σπουδάζω».

ελληνικά
  • σπουδάζω
  • σπουδάζεις
  • σπουδάζει
  • σπουδάζουμε, σπουδάζομε
  • σπουδάζετε
  • σπουδάζουν(ε)
ολλανδικά
  • ik studeer
  • jij studeert
  • hij/zij/het studeert
  • wij studeren
  • jullie/u studeren/ studeert
  • zij studeren
  • «σπουδάζω» is een regelmatig werkwoord in de actieve vorm.

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het werkwoord «τιμάω, τιμώ».

ελληνικά
  • τιμάω, τιμώ
  • τιμάς
  • τιμάει, τιμά
  • τιμάμε, τιμούμε
  • τιμάτε
  • τιμάν(ε), τιμούν(ε)
ολλανδικά
  • ik vereer, huldig
  • jij vereert, huldigt
  • hij/zij/het vereert, huldigt
  • wij vereren, huldigen
  • jullie/u vereren, huldigen/vereert, huldigt
  • zij vereren, huldigen
  • «τιμάω, τιμώ» is een regelmatig werkwoord met een actieve en passieve vorm.

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het werkwoord «υπάρχω».

ελληνικά
  • υπάρχω
  • υπάρχεις
  • υπάρχει
  • υπάρχουμε, υπάρχομε
  • υπάρχετε
  • υπάρχουν(ε)
ολλανδικά
  • ik besta, ben
  • jij bestaat, bent
  • hij/zij/het bestaat, is
  • wij vereren, huldigen
  • jullie/u bestaan, zijn/bestaat, bent
  • zij bestaan, zijn
  • «υπάρχω» is een onregelmatig werkwoord in de actieve vorm.

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het werkwoord «χορεύω».

ελληνικά
  • χορεύω
  • χορεύεις
  • χορεύει
  • χορεύουμε, χορεύομε
  • χορεύετε
  • χορεύουν(ε)
ολλανδικά
  • ik dans
  • jij danst
  • hij/zij/het v
  • wij dansen
  • jullie/u dansen/danst
  • zij dansen
  • «χορεύω» is een regelmatig werkwoord in de actieve vorm.

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het werkwoord «ψήνω».

ελληνικά
  • ψήνω
  • ψήνεις
  • ψήνει
  • ψήνουμε, ψήνομε
  • ψήνετε
  • ψήνουν(ε)
ολλανδικά
  • ik kook, rooster, bak
  • jij kookt, roostert, bakt
  • hij/zij/het kookt, roostert, bakt
  • wij koken, roosteren, bakken
  • jullie/u koken, roosteren, bakken/ kookt, roostert, bakt
  • zij koken, roosteren, bakken
  • «ψήνω» is een regelmatig werkwoord met actieve en passieve vormen

De onvoltooid tegenwoordige tijd in de aantonende wijs van het werkwoord «ωφελώ».

ελληνικά
  • ωφελώ
  • ωφελείς
  • ωφελεί
  • ωφελούμε
  • ωφελείτε
  • ωφελούν(ε)
ολλανδικά
  • ik profiteer, heb voordeel
  • jij profiteert, hebt voordeel
  • hij/zij/het profiteert, heeft voordeel
  • wij profiteren, hebben voordeel
  • jullie/u profiteren, hebben voordeel/ profiteert, heeft voordeel
  • zij profiteren, hebben voordeel
  • «ψήνω» is een regelmatig werkwoord met actieve en passieve vormen