Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present πίνω πίνουμε, πίνομε
πίνεις πίνετε
πίνει πίνουν(ε)
Imperfect έπινα πίναμε
έπινες πίνατε
έπινε έπιναν, πίναν(ε)
Aorist (simple past) ήπια ήπιαμε
ήπιες ήπιατε
ήπιε ήπιαν(ε)
Perfect έχω πιει έχουμε πιει
έχεις πιει έχετε πιει
έχει πιει έχουν πιει
Plusperfect είχα πιει είχαμε πιει
είχες πιει είχατε πιει
είχε πιει είχαν πιει
Future (continuous)) θα πίνω θα πίνουμε, θα πίνομε
θα πίνεις θα πίνετε
θα πίνει θα πίνουν(ε)
Future (simple) θα πιώ θα πιούμε
θα πιείς θα πιείτε
θα πιεί θα πιούν, θα πιούν(ε)
Future Pertfect θα έχω πιει θα έχουμε πιει
θα έχεις πιει θα έχετε πιει
θα έχει πιει θα έχουν πιει
Subjunctive Moods
Perfect να πίνω να πίνουμε, να πίνομε
να πίνεις να πίνει
να πίνει να πίνουν(ε)
Aorist να πιω να πιούμε
να πιεις να πιείτε
να πιει να πιουν, να πιούν(ε)
Perfect να έχω πιει να έχουμε πιει
να έχεις πιει να έχετε πιει
να έχει πιει να έχουν πιει
Imperative Mood
Present πίνε πίνετε
Aorist πιες, πιε πιείτε, πιέτε, πιέστε
Participle
Present πίνοντας
Perfect έχοντας πιει
Infinitive
Aorist πιει
Examples with «πίνω» :
ελληνικά αγγλικά
Θέλω να πιω κάτι δροσιστικό. I want to drink something refreshing.
Ήπιε την μπίρα του μονορούφι. He drank his beer in one go.
Ο δράκουλας πίνει το αίμα των θυμάτων του. Dracula drinks the blood of his victims.
Δεν ήπιαούτε σταγόνα σήμερα I didn''t drink anything today.
Ήπιαν όλοι προς τιμή των νεονύμφων They all drank at the honour of the young married couple
Tον έδιωξαν από τη δουλειά του, γιατί έπινε. He was sent away from his job because he drank.
Tenses - Moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present πίνομαι πινόμαστε
πίνεσαι πίνεστε, πινόσαστε
πίνεται πίνονται
Imperfect πινόμουν(α) πινόμαστε, πινόμασταν
πινόσουν(α) πινόσαστε, πινόσασταν
πινόταν(ε) πίνονταν, πινόντανε, πινόντουσαν
Aorist (simple past)
Perfectd
Plusperfect
Future (continuous) θα πίνομαι θα πινόμαστε
θα πίνεσαι θα πίνεστε, θα πινόσαστε
θα πίνεται θα πίνεται
Future (simple)
Future Pertfect
Subjunctive Mood
Present να πίνομαι να πινόμαστε
να πίνεσαι να πίνεστε, να πινόσαστε
να πίνεται να πίνονται
Aorist
Perfect
Imperative Mood
Present -- πίνεστε
Aorist
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Perfect πιωμένος, -η, -ο πιωμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist
Examples with «πίνομαι» :
ελληνικά αγγλικά
Ακούγεσαι λίγο πιωμένη, Άννα! You sounds slightly tipsy, Ann.
Ξέρατε ότι οι πρώτες μπύρες πίνονταν με καλαμάκι; Did you know that the first beers are drunk with a reed.
Ακόμα και αν έχεις λίγο πιωμένος δεν πρέπει οδηγήσεις ένα αυτοκίνητο. Even if you have drunk a little you should not drive a car.
Verbs with the same conjugation as «πίνομαι»:
- ανταποκρίνομαι * to correspond, reciprocate
- γδύνομαι to undress
- δένομαι to be bound
- διακρίνομαι ** to distinguish oneself
- επιδένομαι to bandage
- επικρίνομαι ** to be criticized
- κατακρίνομαι ** to be deprecated
- καταπίνομαι to swallow up, engulf
- κλίνομαι ** to inflect
- κρέμομαιº to hang yourself
- κρίνομαι ** te be judged
- λύνομαι to break loose
- ντύνομαι to be dressed
- ξεντύνομαι to be undressed
- ξεροψπήνομαι to roast crusty
- ξύνομαι *** to scratch, itch
- ξεχύνομαι * to sluice out
- περιχύνομαι to be poured
- προσδένομαι to be hitched
- στήνομαι to establish, set up, found
- συγκρίνομαι ** to compare
- συστήνομαι to introduce yourself
- τέμνομαι to dissect
- υποκλίνομαι * to bow, curtsey
- υποκρίνομαι * to profess, dissemble, dissimulate
- χάνομαι to perish, disappear, lose out
- χύνομαι to pour, spill
- ψήνομαι to roast

The verbs marked with * do not have active forms

** The conjugation of the active forms of the passive verbs is different from «ψήνω». They follow the pattern of «τείνω», «κρίνω» and «παρατείνω»

*** «ξύνομαι» is conjugated as «ψήνομαι», with the exception of the participles «ξυσμένος» and «ξυσμένοι» instead of «ξυμένος» en «ξυμένοι» as in «ψήνομαι». Apart from that «ξύνομαι» has another second conjugation like «πιάνομαι» of which the letter «θ» can alter in «στ» in de aorist, the perfect tenses, the simple future and the aorist of the subjunctive and imperative mood.

º «κρέμομαι» also means: to hang yourself