Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present ξαίνω ξαίνουμε, ξαίνομε
ξαίνεις ξαίνετε
ξαίνει ξαίνουν(ε)
Imperfect έξαινα ξαίναμε
έξαινες ξαίνατε
έξαινε έξαιναν, ξαίναν(ε)
Aorist (simple past) έξανα ξάναμε
έξανες ξάνατε
έξανε έξαναν, ξάναν(ε)
Perfect έχω ξάνει, έχω ξαμένο έχουμε ξάνει, έχουμε ξαμένο
έχεις ξάνει, έχεις ξασμένο έχετε ξάνει, έχετε ξασμένο
έχει ξάνει, έχει ξασμένο έχουν ξάνει, έχουν ξασμένο
Pluperfect είχα ξάνει, είχα ξασμένο είχαμε ξάνει, είχαμε ξασμένο
είχες ξάνει, είχες ξασμένο είχατε ξάνει, είχατε ξασμένο
είχε ξάνει, είχε ξασμένο είχαν ξάνει, είχαν ξασμένο
Future (continuous) θα ξαίνω θα ξαίνουμε, θα ξαίνομε
θα ξαίνεις θα ξαίνετε
θα ξαίνει θα ξαίνουν(ε)
Future (simple) θα ξάνω θα ξάνουμε, θα ξάνομε
θα ξάνεις θα ξάνετε
θα ξάνει θα ξάνουν(ε)
Future Perfect θα έχω ξάνει,
θα έχω ξασμένο
θα έχουμε ξάνει,
θα έχουμε ξασμένο
θα έχεις ξάνει,
θα έχεις ξασμένο
θα έχετε ξάνει,
θα έχετε ξασμένο
θα έχει ξάνει,
θα έχει ξασμένο
θα έχουν ξάνει,
θα έχουν ξασμένο
Subjunctive mood
Present να ξαίνω να ξαίνουμε, να ξαίνομε
να ξαίνεις να ξαίνετε
να ξαίνει να ξαίνουν(ε)
Aorist να ξάνω να ξάνουμε, να ξάνομε
να ξάνεις να ξάνετε
να ξάνει να ξάνουν(ε)
Perfect να έχω ξάνει, να έχω ξασμένο να έχουμε ξάνει, να έχουμε ξασμένο
να έχεις ξάνει, να έχεις ξασμένο να έχετε ξάνει, να έχετε ξασμένο
να έχει ξάνει, να έχει ξασμένο να έχουν ξάνει, να έχουν ξασμένο
Imperative mood
Present έξαινε ξαίνετε
Aorist έξανε ξάνετε
Participle
Present ξαίνοντας
Perfect έχοντας ξάνει, έχοντας ξαμένο
Infinitive
Aorist ξάνει
Examples with «ξαίνω»:
ελληνικά αγγικά
Δεν είχε δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλιά να ξάνει. Lit.: He had no work to do and found wool for spinning.
Περνούσε τον καιρό της ξαίνοντας πορφυρό μαλλί. She spent her time carding purple wool.
Την είδα με τα δάκρυα να ξάνουν τα μάγουλα της. I saw her with tears falling down het cheeks.

Verbs with the same conjugation ass «ξαίνω»

- απολυμαίνω to desinfect, decontaminate
- ασθμαίνω * to gasp, pant
- βασκαίνω to curse, hex
- βουβαίνω to hush, become silent
- δυσχεραίνω to hinder, hold back
- ευφραίνω to please, delight, gratify
- ζεσταίνω to warm (up), heat, preheat
- ζουρλαίνω to unhinge, drive somebody mad
- θερμαίνω to warm (up), heat
- μιαίνω to defile, infect, profane
- μωραίνω to become/make stupid, become senile
- πεθαίνω * to die, kill, perish, croak
- ραίνω * to bedew
- ρυπαίνω to pollute, befoul
- σημαίνω * to mean, represent, imply
- συπμεραίνω * to conclude
- τρελαίνω to make mad
- υγιαίνω * to be in good health
- υγραίνω to wet, moisten, damp
- υφαίνω to spin, weave, hatch up
- φυραίνω * to shrink, shrivel
- χαίνω * to gape, yawn
- χαρτοσημαίνω to affix a seal
- χωλαίνω * to limp, to hobble (along)
- ψυχραίνω to cool, to chill

* These verbs don't have passive voices.

Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present ξαίνομαι ξαινόμαστε
ξαίνεσαι ξαίνεστε, ξαινόσαστε
ξαίνεται ξαίνονται
Imperfect ξαινόμουν(α) ξαινόμαστε, ξαινόμασταν
ξαινόσουν(α) ξαινόσαστε, ξαινόσασταν
ξαινόταν(ε ξαίνονταν, ξαινόντανε, ξαινόντουσαν
Aorist (simple past) ξάστηκα ξαστήκαμε
ξάστηκες ξαστήκατε
ξάστηκε ξάστηκαν, ξαστήκαν(ε)
Perfect έχω ξαστεί,
είμαι ξασμένος, -η
έχουμε ξαστεί,
είμαστε ξασμένοι, -ες
έχεις ξαστεί,
είσαι ξασμένος, -η
έχετε ξαστεί,
είστε ξασμένοι, -ες
έχει ξαστεί,
είναι ξασμένος, -η, -ο
έχουν ξαστεί,
είναι ξασμένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα ξαστεί,
ήμουν ξασμένος, -η
είχαμε ξαστεί,
ήμαστε ξασμένοι, -ες
είχες ξαστεί,
ήσουν ξασμένος, -η
είχατε ξαστεί,
ήσαστε ξασμένοι, -ες
είχε ξαστεί,
ήταν ξασμένος, -η, -ο
είχαν ξαστεί,
ήταν ξασμένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα ξαίνομαι θα ξαινόμαστε
θα ξαίνεσαι θα ξαίνεστε, να ξαινόσαστε
θα ξαίνεται θα ξαίνονται
Future (simple) θα ξαστώ θα ξαστούμε
θα ξαστείς θα ξαστείτε
θα ξαστεί θα ξαστούν(ε)
Future Perfect θα έχω ξαστεί,
θα είμαι ξασμένος, -η
θα έχουμε ξαστεί,
θα είμαστε ξασμένοι,-ες
θα έχεις ξαστεί,
θα είσαι ξασμένος, -η
θα έχετε ξαστεί,
θα είστε ξασμένοι, -ες
θα έχει ξαστεί,
θα είναι ξασμένος, -η, -ο
θα έχουν ξαστεί,
θα είναι ξασμένοι, -ες, -α
Subjunctive mood
Present να ξαίνομαι να ξαινόμαστε
να ξαίνεσαι να ξαίνεστε, να ξαινόσαστε
να ξαίνεται να ξαίνονται
Aorist να ξαστώ να ξαστούμε
να ξαστείς να ξαστείτε
να ξαστεί να ξαστούν(ε)
Perfect να έχω ξαστεί,
να είμαι ξασμένος, -η
να έχουμε ξαστεί,
να είμαστε ξασμένοι,-ες
να έχεις ξαστεί,
να είσαι ξασμένος, -η
να έχετε ξαστεί,
να είστε ξασμένοι, -η
να έχει ξαστεί,
να είναι ξασμένος, -η, -ο
να έχουν ξαστεί,
να είναι ξασμένοι, -ες, -α
Imperative mood
Present -- ξαίνεστε
Aorist -- ξαστείτε
Participle
Present -
Perfect ξασμένος, -η, -ο ξασμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist ξαστεί
Examples with «ξαίνομαι»:
ελληνικά αγγικά
Το μαλλί πρέπει να ξαστεί πολύ καλά ώστε να δημιουργηθούν οι λεγόμενες τουλούπες. The hair should be combed very well to create the so-called curls.
Ας μην ξαινόμαστε, αλλά να επιμείνουμε στο θέμα μας. Let's not hackle, but stick to our issue.