Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present επιτίθεμαι επιτιθέμεθα
επιτίθεσαι επιτίθεσθε
επιτίθεται επιτίθενται
Imperfect -- --
-- --
επιτίθετο επιτίθεντο
Aorist επιτέθηκα επιτεθήκαμε
επιτέθηκες επιτεθήκατε
επιτέθηκε επιτέθηκαν, επιτεθήκαν(ε)
Perfect έχω επιτεθεί έχουμε επιτεθεί
έχεις επιτεθεί έχετε επιτεθεί
έχει επιτεθεί έχουν επιτεθεί
Plusperfect είχα επιτεθεί είχαμε επιτεθεί
είχες επιτεθεί είχατε επιτεθεί
είχε επιτεθεί είχαν επιτεθεί
Future (continuous) θα επιτίθεμαι θα επιτιθέμεθα
θα επιτίθεσαι θα επιτίθεσαι
θα επιτίθενται θα επιτίθενται
Future (simple) θα επιτεθώ θα επιτεθούμε
θα επιτεθείς θα επιτεθείτε
θα επιτεθεί θα επιτεθούν(ε)
Future Perfect θα έχω επιτεθεί θα έχουμε επιτεθεί
θα έχεις επιτεθεί θα έχετε επιτεθεί
θα έχει επιτεθεί θα έχουν επιτεθεί
Subjunctive mood
Present να επιτιθέμεθα να επιτιθέμεθα
να επιτίθεσαι να επιτίθεσθε
να επιτίθεται να επιτίθενται
Aorist να επιτεθώ να επιτεθούμε
να επιτεθείς να επιτεθείτε
να επιτεθεί να επιτεθούν(ε)
Perfect να έχω επιτεθεί να έχουμε επιτεθεί
να έχεις επιτεθεί να έχετε επιτεθεί
να έχει επιτεθεί να έχουν επιτεθεί
Imperative mood
Present -- επιτίθεσθε
Aorist επιθέσου επιτεθείτε
Deelwoord
Present --
Perfect -- --
Infinitive
Aorist επιτεθεί
Examples with «επιτίθεμαι»:
ελληνικά αγγλικά
Δεν ξέρω γιατί επιτέθηκε σ'εμένα και τον αντρα μου. I don't know why he attacked me and my husband.
Μας επιτέθηκαν αλλά ξεφύγαμε στο σπίτι. We had been attacked but fled home.
Συνήθως δεν επιτίθεμαι σε αυτές τις συζητήσεις. Usually I do not react on those discussions.
Μην τρέξεις γιατί θα επιτεθεί. Don't run, because he/it will attack.
Έπρεπε να επιτεθούμε πρώτοι. We had to strike first.
Verbs with the same conjugation as «επιτίθεμαι»:
- ανατίθεμαι to be allocated
- ανασυντίθεμαι to be reconstructed
- αντεπιτίθεμαι * to counterattack, counter to
- αντιτίθεμαι * to oppose, resist
- αποσυντίθεμαι * to decay, disintegrate
- αποτίθεμαι to lay down, to put down
- διατίθεμαι to be ill disposed
- εκτίθεμαι to be exposed, on show, set out
- κατατίθεμαι to be deposited
- μετατίθεμαι to be transferred, postponed
- παρατίθεμαι to put together
- προδιατίθεμαι to be well disposed
- προστίθεμαι to be added
- συντίθεμαι to be composed
- τίθεμαι to be put, be placed
-

* These abovementioned passive forms don't have active forms as.