Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present πάλλω πάλλουμε, πάλλομε
πάλλεις πάλλετε
πάλλει πάλλουν(ε)
Imperfect έπαλλα πάλλαμε
έπαλλες πάλλατε
έπαλλε έπαλλαν, πάλλαν(ε)
Aorist έπαλα πάλαμε
έπαλες πάλατε
έπαλε έπαλαν, πάλαν((ε)
Perfect έχω πάλει έχουμε πάλει
έχεις πάλει έχετε πάλει
έχει πάλει έχουν πάλει
Pluperfect είχα πάλει είχαμε πάλει
είχες πάλει είχατε πάλει
είχε πάλει είχαν πάλει
Future(continuous) θα πάλλω θα πάλλουμε, θα πάλλομε
θα πάλλεις θα πάλλετε
θα πάλλει θα πάλλουν(ε)
Future (simple) θα πάλω θα πάλουμε, θα πάλομε
θα πάλεις θα πάλετε
θα πάλει θα πάλουν(ε)
Future perfect θα έχω πάλει θα έχουμε πάλει
θα έχεις πάλει θα έχετε πάλει
θα έχει πάλει θα έχουν πάλει
Subjunctive mood
Present να πάλλω να πάλλουμε, να πάλλομε
να πάλλεις να πάλλετε
να πάλλει να πάλλουν(ε)
Aorist να πάλω να πάλουμε, να πάλομε
να πάλεις να πάλετε
να πάλει να πάλουν(ε)
Perfect να έχω πάλει να έχουμε πάλει
να έχεις πάλει να έχετε πάλει
να έχει πάλει να έχουν πάλει
Imperative mood
Tegenwoordige tijd πάλλε πάλλετε
Aorist πάλε πάλτε, πάλετε
Participle
Present πάλλοντας
Perfect έχοντας πάλει
Infinitive
Aorist πάλει
Example with «πάλλω»
ελληνικά αγγλικά
Αν πάλλει η χορδή, τόσο οξύτερος γίνεται ο ήχος. When the chord vibrates, the sound becomes stronger.
Νοιώθω το κεφάλι μου να πάλλει. I feel my head pulsing.
Ότι κάνει την καρδιά σου να πάλει, σου το δείχνει ο καθρέφτης. That which makes your heart pound, the mirror shows you.
Γαμώτο, Πάλλε! Damm it, come on!
Vebrs conjugating the sames way as «πάλλω»:
- ποικίλλω to vary, differ, divert
- σφάλλω to wander, roam, mistaken
- ψάλλω * to sing
* this verb has a passive voice.
Tenses - Moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present πάλλομαι παλλόμαστε
πάλλεσαι πάλλεστε, παλλόσαστε
πάλλεται πάλλονται
Imperfect παλλόμουν(α) παλλόμαστε
παλλόσουν(α) παλλόσαστε
παλλόταν(ε) πάλλονταν
Aorist (πάλθηκα) (παλθήκαμε)
(πάλθηκες) (παλθήκατε)
(πάλθηκε,) επάλη (πάλθηκαν,) επάλησαν
Perfect έχω παλεί,
είμαι παλμένος, -η
έχουμε παλεί,
είμαστε παλμένοι, -ες
έχεις παλεί
είσαι παλμένος, -η
έχετε παλεί,
είστε παλμένοι, -ες
έχει παλεί,
είναι παλμένος, -η, -ο
έχουν παλεί,
είναι παλμένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα παλεί,
ήμουν παλμένος, -η
είχαμε παλεί,
ήμαστε παλμένοι, -ες
είχες παλεί,
ήσουν παλμένος, -η
είχατε παλεί,
ήσαστε παλμένοι, -ες
είχε παλεί,
ήταν παλμένος, -η, -ο
είχαν παλεί,
ήταν παλμένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα πάλλομαι θα παλλόμαστε
θα πάλλεσαι θα πάλλεστε, θα παλλόσαστε
θα πάλλεται θα πάλλονται
Future (simple) θα παλώ θα παλούμε
θα παλείς θα παλείτε
θα παλεί θα παλούν(ε)
Future perfect θα έχω παλεί,
θα είμαι παλμένος, -η
θα έχουμε παλεί,
θα είμαστε παλμένοι, -ες
θα έχεις παλεί,
θα είσαι παλμένος, -η
θα έχετε παλεί,
θα είστε παλμένοι, -ες
θα έχει παλεί,
θα είναι παλμένος, -η, -ο
θα έχουν παλεί,
θα είναι παλμένοι, -ες, -α
Subjunctive mood
Presentt να πάλλομαι να παλλόμαστε
να πάλλεσαι να πάλλεστε, να παλλόσαστε
να πάλλεται να πάλλονται
Aorist να παλώ να παλούμε
να παλείς να παλείτε
να παλεί να παλούν(ε)
Perfect να έχω παλεί,
να είμαι παλμένος, -η
να έχουμε παλεί,
να είμαστε παλμένοι, -ες
να έχεις παλεί,
να είσαι παλμένος, -η
να έχετε παλεί,
να είστε παλμένοι, -ες
να έχει παλεί,
να είναι παλμένος, -η, -ο
να έχουν παλεί,
να είναι παλμένοι, -ες, -α
Imperative mood
Present -- πάλλεστε
Aorist -- παλείτε
Participle
Present παλλόμενος
Perfect παλμένος, -η, -ο παλμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist παλεί
Examples with «πάλλομαι»
ελληνικά αγγλικά
Το παλλόμενο φως βρίσκεται στο μέσο του δρόμου. The flashing light is in the middle of the street.
Μίλησε με μια φωνή παλλόμενη από πάθος. She spoke with a voice palpitating of passion.
Ειναι στον αέρα, πάλλεται. It is in the air, it vibrates.
Εμείς παλλόμαστε από τις δονήσεις του σύμπαντος. We pulsed to the vibrations of the universe.
Verbs with the same conjugation as «πάλλομαι»:
- ψάλλομαι * to sing
* This verb has an active voice.