Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present ειδικεύω ειδικεύουμε, ειδικεύομε
ειδικεύεις ειδικεύετε
ειδικεύει ειδικεύουν(ε)
Imperfect ειδίκευα ειδικεύαμε
ειδίκευες ειδικεύατε
ειδίκευε ειδίκευαν, ειδικεύαν(ε)
Aorist (simple past) ειδίκευσα ειδικεύσαμε
ειδίκευσες ειδικεύσατε
ειδίκευσε ειδίκευσαν, ειδικεύσαν(ε)
Perfect έχω ειδικεύσει, έχω ειδικευμένο έχουμε ειδικεύσει, έχουμε ειδικευμένο
έχεις ειδικεύσει, έχεις ειδικευμένο έχετε ειδικεύσει, έχετε ειδικευμένο
έχει ειδικεύσει, έχει ειδικευμένο έχουν ειδικεύσει, έχουν ειδικευμένο
Pluperfect είχα ειδικεύσει, είχα ειδικευμένο είχαμε ειδικεύσει, είχαμε ειδικευμένο
είχες ειδικεύσει, είχες ειδικευμένο είχατε ειδικεύσει, είχατε ειδικευμένο
είχε ειδικεύσει, είχε ειδικευμένο είχαν ειδικεύσει, είχαν ειδικευμένο
Future (continuous) θα ειδικεύω θα ειδικεύουμε, θα ειδικεύομε
θα ειδικεύεις θα ειδικεύετε
θα ειδικεύει θα ειδικεύουν(ε)
Future (simple) θα ειδικεύσω θα ειδικεύσουμε, θα ειδικεύσομε
θα ειδικεύσεις θα ειδικεύσετε
θα ειδικεύσει θα ειδικεύσουν(ε)
Future Perfect θα έχω ειδικεύσει, θα έχω ειδικευμένο θα έχουμε ειδικεύσει, θα έχουμε ειδικευμένο
θα έχεις ειδικεύσει, θα έχεις ειδικευμένο θα έχετε ειδικεύσει, θα έχετε ειδικευμένο
θα έχει ειδικεύσει, θα έχει ειδικευμένο θα έχουν ειδικεύσει, θα έχουν ειδικευμένο
Subjunctive mood
Present να ειδικεύω να ειδικεύουμε, να ειδικεύομε
να ειδικεύεις να ειδικεύετε
να ειδικεύει να ειδικεύουν(ε)
Aorist να ειδικεύσω να ειδικεύσουμε, να ειδικεύσομ
να ειδικεύσεις να ειδικεύσετε
να ειδικεύσει να ειδικεύσουν(ε)
Perfect να έχω ειδικεύσει, να έχω ειδικευμένο να έχουμε ειδικεύσει, να έχουμε ειδικευμένο
να έχεις ειδικεύσει, να έχεις ειδικευμένο να έχετε ειδικεύσει, να έχετε ειδικευμένο
να έχει ειδικεύσει, να έχει ειδικευμένο να έχουν ειδικεύσει, να έχουν ειδικευμένο
Imperative mood
Present ειδίκευε ειδικεύετε
Aorist ειδίκευσε ειδικεύστε, ειδικεύσετε
Participle
Present ειδικεύοντας
Perfect έχοντας ειδικεύσει, έχοντας ειδικευμένο
Infinitive
Aorist ειδικεύσει

Examples with «ειδικεύω»:

ελληνικά αγγικά
Η δοκιμή πραγματοποιείται από ειδικευμένο γιατρό. The test is performed by a qualified doctor.
Για να κάνει αυτή την έρευνα, χρειαζόμαστε ειδικευμένους ανθρώπους. To do this research, we need people who are qualified.
Ας ειδικεύσουμε το άθροισμα. Let us specify the amount.
Μετά το ειδίκευσα στο μάθημα της ιστορίας, ο μαθητής μπορεί να χρησιμοποιήσει την database. After I've specified it in the history lesson, the student can make use of the database.
Verbs with the same conjugation as «ειδικεύω»:
- αγορεύω * to declaim, speechify
- αλιεύω to fish, net, trawl
- αναγορεύω to nominate, proclaim
- ανιχνεύω to debug, detect, scan
- αντιπροσωπεύω to represent, typify
- αστυνομεύω to police
- βραβεύω to award, reward
- δεσμεύω to tie down, tether, sign up
- δημοσιεύω to publish, post
- δραπετεύω * to escape, flee, abscond
- δυναστεύω to rule, dominate, govern
- ερμηνεύω to interpret, construe, perform
- εφημερεύω * to be on duty
- ηγεμονεύω * to reign
- μεταλαμπαδεύω * to impart
- μεταμοσχεύω to transplantate
- οδεύω * to betake
- περιοδεύω * to tour, barnstorm
- σκοπεύω * to aim, intend to do, plan to
- στηλιτεύω to flagellate, scathe (criticize)
- σωρεύω to mass, accrue
- υπονομεύω to harm, undermine, subbvert
- φονεύω to assassinate, kill, slay
- ψαύω * to finger (touch), dab
 

* These verbs don't have passive voices.

Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present ειδικεύομαι ειδικευόμαστε
ειδικεύεσαι ειδικεύεστε, ειδικευόσαστε
ειδικεύεται ειδικεύονται
Imperfect ειδικευόμουν(α) ειδικευόμαστε
ειδικευόσουν(α) ειδικευόσαστε
ειδικευόταν ειδικεύονταν
Aorist (simple past) ειδικεύτηκα, ειδικεύθηκα ειδικευτήκαμε, ειδικευθήκαμε
ειδικεύτηκες, ειδικεύθηκες ειδικευτήκατε, ειδικευθήκατε
ειδικεύτηκε, ειδικεύθηκε ειδικεύτηκαν, ειδικευθήκαν(ε)
Perfectd έχω ειδικευτεί/ειδικευθεί,
είμαι ειδικευμένος, -η
έχουμε ειδικευτεί/ειδικευθεί,
είμαστε ειδικευμένοι, -ες
έχεις ειδικευτεί/ειδικευθεί,
είσαι ειδικευμένος, -η
έχετε ειδικευτεί/ειδικευθεί,
είστε ειδικευμένοι, -ες
έχει ειδικευτεί/ειδικευθεί,
είναι ειδικευμένος, -η, -ο
έχουν ειδικευτεί/ειδικευθεί,
είναι ειδικευμένοι, -ες, -α
Future Perfect είχα ειδικευτεί/ειδικευθεί,
ήμουν ειδικευμένος, -η
είχαμε ειδικευτεί/ειδικευθεί,
ήμαστε ειδικευμένοι, -ες
είχες ειδικευτεί/ειδικευθεί,
ήσουν ειδικευμένος, -η
είχατε ειδικευτεί/ειδικευθεί,
ήσαστε ειδικευμένοι, -ες
είχε ειδικευτεί/ειδικευθεί,
ήταν ειδικευμένος, -η, -ο
είχαν ειδικευτεί/ειδικευθεί,
ήταν ειδικευμένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα ειδικεύομαι θα ειδικευόμαστε
θα ειδικεύεσαι θα ειδικεύεστε, θα ειδικευόσαστε
θα ειδικεύεται θα ειδικεύονται
Future (simple) θα ειδικευτώ, θα ειδικευθώ θα ειδικευτούμε, θα ειδικευθούμε
θα ειδικευτείς, θα ειδικευθείς θα ειδικευτείτε, θα ειδικευθείτε
θα ειδικευτεί, θα ειδικευθεί θα ειδικευτούν(ε), θα ειδικευθούν(ε)
Future Perfect θα έχω ειδικευτεί/ειδικευθεί,
θα είμαι ειδικευμένος, -η
θα έχουμε ειδικευτεί/ειδικευθεί,
θα είμαστε ειδικευμένοι, -ες
θα έχεις ειδικευτεί/ειδικευθεί,
θα είσαι ειδικευμένος, -η
θα έχετε ειδικευτεί/ειδικευθεί,
θα είστε ειδικευμένοι, -ες
θα έχει ειδικευτεί/ειδικευθεί,
θα είναι ειδικευμένος, -η, -ο
θα έχουν ειδικευτεί/ειδικευθεί,
θα είναι ειδικευμένοι, -ες, -α
Subjunctive mood
Present να ειδικεύομαι να ειδικευόμαστε
να ειδικεύεσαι να ειδικεύεστε, να ειδικευόσαστε
να ειδικεύεται να ειδικεύονται
Aorist να ειδικευτώ, να ειδικευθώ να ειδικευτούμε, να ειδικευθούμε
να ειδικευτείς, να ειδικευθείς να ειδικευτείτε, να ειδικευθείτε
να ειδικευτεί, να ειδικευθεί να ειδικευτούν(ε), να ειδικευθούν(ε)
Perfect να έχω ειδικευτεί/ειδικευθεί,
να είμαι ειδικευμένος, -η
να έχουμε ειδικευτεί/ειδικευθεί,
να είμαστε ειδικευμένοι, -ες
να έχεις ειδικευτεί/ειδικευθεί,
να είσαι ειδικευμένος, -η
να έχετε ειδικευτεί/ειδικευθεί,
να είστε ειδικευμένοι, -ες
να έχει ειδικευτεί/ειδικευθεί,
να είναι ειδικευμένος, -η, -ο
να έχουν ειδικευτεί/ειδικευθεί,
να είναι ειδικευμένοι, -ες, -α
Imperative mood
Present -- ειδικεύεστε
Aorist ειδικεύσου ειδικευτείτε, ειδικευθείτε
Participle
Present ειδικευόμενος
Perfect ειδικευμένος, -η, -ο ειδικευμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist ειδικευτεί, ειδικευθεί

Examples with «ειδικεύομαι»:

ελληνικά αγγικά
Ειδικεύτηκε στη χειρουργική. He was specified in surgery.
Αυτός είναι ειδικευόμενος γιατρός. He is a specialized physician.
Έχει ειδικευτεί στο γνωστό εμπόριο να επιβάλει τελικά αυξήσεις. They have specialized in the known commercial trade to enforce any increases.
Γνωρίζω ότι είστε δεινός ρήτορας, οποίο ειδικεύεστε στις ταινιές. I know you're an enthusiastic speaker who has specialized in movies.
Verbs with the same conjugation as «ειδικεύομαι» :
- αλιεύομαι to fish
- αναγορεύομαι to nominate
- ανιχνεύομαι to be detected
- αντιπροσωπεύομαι to be represented
- απαγορεύομαι to be prohibited
- απλουστεύομαι to simplify
- αποθηκεύομαι to be stored
- αστυνομεύομαι to be supervised
- αχρηστεύομαι to obsolesce
- βραβεύομαι to be rewarded
- δεσμεύομαι to commit oneself, be bound by
- δημοσιεύομαι to come out (made public)
- δηναστεύομαι to be oppressed
- ειρωνεύομαι * to quip, deride
- εκμεταλλεύομαι * to exploit, take advantage of
- εκμυστηρεύομαι * to confide in, unbosom
- εμπιστεύομαι * to commit, trust, confide, entrust
- εμπορεύομαι * to merchandise, market, trade in
- εξολοθρεύομαι to be exterminated
- επιτηδεύομαι * to affect
- εμηνεύομαι to be declared
- καρυκεύομαι to be seasoned, spiced
- κατασυναστεύομαι to be oppressed, repressed
- κυριεύομαι to be conquered
- μεταμοσχεύομαι to be transplanted
- παύομαι to shut down, close down
- στηλετεύομαι to be supported
- σωρεύομαι to mass, accrue
- υδρεύομαι * to be watered
- υπαγορεύομαι to be dictated
- υπονομεύομαι * to be undermined
- υποπτεύομαι * to suspect
- φονεύομαι to assassinate, kill, slay
- φυγαδεύομαι to be whisked away
- χαλκεύομαι to make out of copper
- .
 

* These verbs don't hve active voices.