| Present |
ειδικεύομαι |
ειδικευόμαστε |
| ειδικεύεσαι |
ειδικεύεστε, ειδικευόσαστε |
| ειδικεύεται |
ειδικεύονται |
| Imperfect |
ειδικευόμουν(α) |
ειδικευόμαστε |
| ειδικευόσουν(α) |
ειδικευόσαστε |
| ειδικευόταν |
ειδικεύονταν |
| Aorist (simple past) |
ειδικεύτηκα, ειδικεύθηκα |
ειδικευτήκαμε, ειδικευθήκαμε |
| ειδικεύτηκες, ειδικεύθηκες |
ειδικευτήκατε, ειδικευθήκατε |
| ειδικεύτηκε, ειδικεύθηκε |
ειδικεύτηκαν, ειδικευθήκαν(ε) |
| Perfectd |
έχω ειδικευτεί/ειδικευθεί, είμαι ειδικευμένος, -η |
έχουμε ειδικευτεί/ειδικευθεί, είμαστε ειδικευμένοι, -ες |
έχεις ειδικευτεί/ειδικευθεί, είσαι ειδικευμένος, -η |
έχετε ειδικευτεί/ειδικευθεί, είστε ειδικευμένοι, -ες |
έχει ειδικευτεί/ειδικευθεί, είναι ειδικευμένος, -η, -ο |
έχουν ειδικευτεί/ειδικευθεί, είναι ειδικευμένοι, -ες, -α |
| Future Perfect |
είχα ειδικευτεί/ειδικευθεί, ήμουν ειδικευμένος, -η |
είχαμε ειδικευτεί/ειδικευθεί, ήμαστε ειδικευμένοι, -ες |
είχες ειδικευτεί/ειδικευθεί, ήσουν ειδικευμένος, -η |
είχατε ειδικευτεί/ειδικευθεί, ήσαστε ειδικευμένοι, -ες |
είχε ειδικευτεί/ειδικευθεί, ήταν ειδικευμένος, -η, -ο |
είχαν ειδικευτεί/ειδικευθεί, ήταν ειδικευμένοι, -ες, -α |
| Future (continuous) |
θα ειδικεύομαι |
θα ειδικευόμαστε |
| θα ειδικεύεσαι |
θα ειδικεύεστε, θα ειδικευόσαστε |
| θα ειδικεύεται |
θα ειδικεύονται |
| Future (simple) |
θα ειδικευτώ, θα ειδικευθώ |
θα ειδικευτούμε, θα ειδικευθούμε |
| θα ειδικευτείς, θα ειδικευθείς |
θα ειδικευτείτε, θα ειδικευθείτε |
| θα ειδικευτεί, θα ειδικευθεί |
θα ειδικευτούν(ε), θα ειδικευθούν(ε) |
| Future Perfect |
θα έχω ειδικευτεί/ειδικευθεί, θα είμαι ειδικευμένος, -η |
θα έχουμε ειδικευτεί/ειδικευθεί, θα είμαστε ειδικευμένοι, -ες |
θα έχεις ειδικευτεί/ειδικευθεί, θα είσαι ειδικευμένος, -η |
θα έχετε ειδικευτεί/ειδικευθεί, θα είστε ειδικευμένοι, -ες |
θα έχει ειδικευτεί/ειδικευθεί, θα είναι ειδικευμένος, -η, -ο |
θα έχουν ειδικευτεί/ειδικευθεί, θα είναι ειδικευμένοι, -ες, -α |
| Subjunctive mood |
|
| Present |
να ειδικεύομαι |
να ειδικευόμαστε |
| να ειδικεύεσαι |
να ειδικεύεστε, να ειδικευόσαστε |
| να ειδικεύεται |
να ειδικεύονται |
| Aorist |
να ειδικευτώ, να ειδικευθώ |
να ειδικευτούμε, να ειδικευθούμε |
| να ειδικευτείς, να ειδικευθείς |
να ειδικευτείτε, να ειδικευθείτε |
| να ειδικευτεί, να ειδικευθεί |
να ειδικευτούν(ε), να ειδικευθούν(ε) |
| Perfect |
να έχω ειδικευτεί/ειδικευθεί, να είμαι ειδικευμένος, -η |
να έχουμε ειδικευτεί/ειδικευθεί, να είμαστε ειδικευμένοι, -ες |
να έχεις ειδικευτεί/ειδικευθεί, να είσαι ειδικευμένος, -η |
να έχετε ειδικευτεί/ειδικευθεί, να είστε ειδικευμένοι, -ες |
να έχει ειδικευτεί/ειδικευθεί, να είναι ειδικευμένος, -η, -ο |
να έχουν ειδικευτεί/ειδικευθεί, να είναι ειδικευμένοι, -ες, -α |
| Imperative mood |
|
| Present |
-- |
ειδικεύεστε |
| Aorist |
ειδικεύσου |
ειδικευτείτε, ειδικευθείτε |
| Participle |
|
| Present |
ειδικευόμενος |
| Perfect |
ειδικευμένος, -η, -ο |
ειδικευμένοι, -ες, -α |
| Infinitive |
|
| Aorist |
ειδικευτεί, ειδικευθεί |