Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present κοστίζω κοσίζουμε, κοστίζομε
κοστίζεις κοστίζετε
κοστίζει κοσίζουν(ε)
Imperfect κόστιζα κοστίζαμε
κόστιζες κόστίζατε
κόστιζαν, κοστίζαν(ε) κόστιζαν, κοστίζαν(ε)
Aorist (simple past) κόστισα κοστίσαμε
κόστισες κοστίσατε
κόστισε κόστισαν, κοστίσαν(ε)
Perfect έχω κοστίσει έχουμε κοστίσει
έχεις κοστίσει έχετε κοστίσει
έχει κοστίσει έχουν κοστίσει
Pluperfect είχα κοστίσει είχαμε κοστίσει
είχες κοστίσει είχατε κοστίσει
είχε κοστίσει είχαν κοστίσει
Future (continuous) θα κοστίζω θα κοστίζουμε, θα αδυνατίζομε
θα κοστίζεις θα κοστίζετε
θα κοστίζει θα κοστίζουν(ε)
Future (simple) θα κοστίσω θα κοστίσουμε, θα κοστίζομε
θα κοστίσεις θα κοστίσετε
θα κοστίσει θα κοστίσουν(ε)
Future Perfect θα έχω κοστίσει θα έχουμε κοστίσει
θα έχεις κοστίσει θα έχετε κοστίσει
θα έχει κοστίσει θα έχουν κοστίσει
Subjunctive Mood
Present να αδυνατίζω να κσστίζουμε, να κοστίζομε
να κοστίζεις να κοστίζετε
να κοστίζει να κοστίζουν(ε)
Aorist να κοστίσω να κοστίσουμε, να κοστίσομε
να κοστίσεις να κοστίσετε
να κοστίσει να κοστίσουν(ε)
Perfect να έχω κοστίσει να έχουμε κοστίσει
να έχεις κοστίσει να έχετε κοστίσει
να έχει κοστίσει να έχουν κοστίσει
Imperative Mood
Present κόστιζε κοστίζετε
Aorist κόστισε κοστίστε
Participle
Present κοστίζοντας
Perfect έχοντας κοστίσει / κοστισμένος
Infinitive
Aorist κοστίσει
Examples with «κοστίζω»:
ελληνικά αγγλικά
Της κόστισε πολύ ο θάνατος του πατέρα της Her father's death was a real blow to her.
Του έχει κοστίσει πολύ αυτή η γυναίκα. That woman costs him a lot.
Του κόστισε τη ζωή του. It cost him his life.
Το βιβλίο αυτό κοστίζει ακριβό. That book is expensive.
Απλά μας κοστίζουν. They just cost us too much.
Verbs with the same conjugation as «κοστίζω»:
- αβγατίζω to increase
- αγαπίζω to reconcile, propitiate, atone
- αδυνατίζω to debilitate, tabefy, depress, unman, pine, weaken
- αναβλύζω to gush, jet, well, spurt
- ανηφορίζω to mount, steepen
- ανθίζω to blossom, blow
- αξίζω to deserve, merit
- αρχίζω to start, begin
- ασχημίζω to deface, disfigure
- ατενίζω contemplate, gloat, stare
- αφρίζω to bubble, foam, froth, spume
- αχνίζω to sizzle, smoke, steam
- βαβίζω to bark
- βαδίζω to march, walk, move
- βηματίζω to pace, step, stride
- βιγλίζω to keep sentry, watch
- γεμίζω to fill, load, stuff
- γονατίζω to kneel, genuflect
- γρυλίζω to snarl
- δακρύζω to cry
- δρασκελίζω to straddle, stride over
- ελπίζω to hope
- θυμίζω to remind, recall
- καθίζω to seat, sit
- καλωσορίζω to welcome
- καπνίζω to smoke
- καταχερίζω to clap hands, applaud
- κατηφορίζω to go downhill, shelve
- κιτρινίζω to turn yellow, to go pale
- κοιμίζω to send to sleep
- κυματίζω to stream, undulate, wave, wimple
- μαϊμουδίζω to copy, ape, mimic
- μακαρίζω to envy
- μαυρίζω to tan, go brown, grow dark
- μετακομίζω to move out, transport, remove
- μπουχτίζω to cloy, satiate
- μωρουδίζω to be childish
- νομίζω to guess, think, reckon
- ονοματίζω to call, name
- παραθερίζω to pass the summer
- προασπίζω to champion, shield
- ραβδίζω to baste, cane, drub
- ραμφίζω to peck
- ραπίζω to biff, flap, clout, smack
- ροχαλίζω to snore
- σαπίζω to damp off, decompose
- στοιχηματίζω to bet, place a bet, wager
- στοιχίζω to cost
- συμβαδίζω to go with, keep up with
- συνηθίζω to get accustomed, habituate
- ταγγίζω to go sour
- φοβερίζω to threaten, awe, bulldoze
- φοβίζω to affright, frighten, terrify
- φροντίζω to care for, look after
- φτυαρίζω to shovel
- φωσφορίζω phosphoresce
- φωτίζω to illuminate, light, lighten
- χαστουκίζω to biff, smack
- χαχανίζω to giggle, snicker, snigger
- χλιμιντρίζω to neigh
- χρεμετίζω to neigh, whinny
- χρονίζω to dawdle, drag on
- χρυσίζω to tinge with gold
- ψειρίζω to niggle
- ψελλίζω to lisp, mumble, stutter
- ψευδίζω to lisp, stammer
- ψευτίζω to falsify
- ψηλαφίζω to feel, touch on
- ψιθυρίζω to murmur, whisper