>
Tenses - Moods Active voice
Indicative Mood Singular Plural
Present προοδεύω προοδεύουμε, προοδεύομε
προοδεύεις προοδεύετε
προοδεύει προοδεύουν(ε)
Imperfect προόδευα προοδεύαμε
προόδευες προοδεύατε
προόδευε προόδευαν, προοδεύαν(ε)
Aorist (simple past) προόδευσα, προόδεψα προοδεύσαμε, προοδέψαμε
προόδευσες, προόδεψες προοδεύσατε, προοδέψατε
προόδευσε, προόδεψε προόδευσαν, προοδεύσαν(ε),
προόδεψαν, προοδέψαν(ε)
Perfect έχω προοδεύσει,
έχω προοδέψει
έχουμε προοδεύσει,
έχουμε προοδέψει
έχεις προοδεύσει,
έχεις προοδέψει
έχετε προοδεύσει,
έχετε προοδέψει
έχει προοδεύσει,
έχει προοδέψει
έχουν προοδεύσει,
έχουν προοδέψει
Pluperfect είχα προοδεύσει,
είχα προοδέψει
είχαμε προοδεύσει,
είχαμε προοδέψει
είχες προοδεύσει,
είχες προοδέψει
είχατε προοδεύσει,
είχατε προοδέψει
είχε προοδεύσει,
είχε προοδέψει
είχαν προοδεύσει,
είχαν προοδέψει
Future (continuous) θα προοδεύω θα προοδεύουμε, θα προοδεύομε
θα προοδεύεις θα προοδεύεις
θα προοδεύει θα προοδεύουν(ε)
Future (simple) θα προοδεύσω, θα προοδέψω θα προοδεύσουμε, θα προοδεύσομε,
θα προοδέψουμε, θα προοδέψομε
θα προοδεύσεις,
θα προοδέψεις
θα προοδεύσετε,
θα προοδέψετε
θα προοδεύσει,
θα προοδέψει
θα προοδεύσουν(ε),
θα προοδέψουν(ε)
Future Perfect θα έχω προοδεύσει,
θα έχω προοδέψει
θα έχουμε προοδεύσει,
θα έχουμε προοδέψει
θα έχεις προοδεύσει,
θα έχεις προοδέψει
θα έχετε προοδεύσει,
θα έχετε προοδέψει
θα έχει προοδεύσει,
θα έχει προοδέψει
θα έχουν προοδεύσει,
θα έχουν προοδέψει
Subjunctive Mood
Onvoltooid tegenwoordige tijd να προοδεύω να προοδεύουμε, θναα προοδεύομε
να προοδεύεις να προοδεύεις
να προοδεύει να προοδεύουν(ε)
Aorist να προοδεύσω, να προοδέψω να προοδεύσουμε, να προοδεύσομε,
να προοδέψουμε, να προοδέψομε
να προοδεύσεις,
να προοδέψεις
να προοδεύσετε,
να προοδέψετε
να προοδεύσει,
να προοδέψει
να προοδεύσουν(ε),
να προοδέψουν(ε)
Perfect να έχω προοδεύσει,
να έχω προοδέψει
να έχουμε προοδεύσει,
να έχουμε προοδέψει
να έχεις προοδεύσει,
να έχεις προοδέψει
να έχετε προοδεύσει,
να έχετε προοδέψει
να έχει προοδεύσει,
να έχει προοδέψει
να έχουν προοδεύσει,
να έχουν προοδέψει
Imperative Mood
Present προόδευε προοδεύετε
Aorist προόδευσε, προόδεψε προοδεύστε, προοδεύσετε, προοδέψτε, προοδέψετε
Participle
Present προοδεύοντας
Perfect έχοντας προοδεύσει, έχοντας προοδέψει
Infinitive
Aorist προοδεύσει, προοδέψει
Examples with «προοδεύω»:
ελληνικά αγγλικά
Προοδεύω πολύ γρήγορα με τα μαθήματά μου. I make big progress with my lessons.
H χώρα προοδεύει οικονομικά Economically the country progresses.
Οι επιστήμες και η τεχνολογία προόδευσαν πολύ τα τελευταία χρόνια. Science and technology have been made a lot of progress lately.
Ο φοιτητής προόδευε πολύ γρήγορα στις σπουδές του The student proceeded very fast with his study.
Μόνο αν διαβάζεις τα μαθήματά σου θα προοδεύσεις στη ζωή σου, μου έλεγε η μητέρα μου Only if you do your homework you will proceed in life, my mother told me.
Verbs with the same conjugation as «προοδεύω»:
- απαγορεύω to forbid, disallow, prohibit
- απλουστεύω to simplify
- αποθηκεύω to garner, warehouse, bin, stock
- διακινδυνεύω * to take a risk, hazard, endanger
- ειρηνέυω * to pacify, placate
- εξολοθρεύω to destroy, purge, exterminate
- καρυκεύω to spice, flavour
- καταδυναστεύω to oppress, tyrannize
- κυριεύω to occupy
- μεταναστεύω * to emigrate, migrate
- υπαγορεύω dictate
- φυγαδεύω to help to excape
- χαλκεύω to cast, shape, mould, fabricate
- .

* These verbs don't have passive forms.