Tenses - moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present σέβομαι σεβόμαστε
σέβεσαι σεβόμαστε
σέβεται σέβονται
Imperfect σεβόμουν(α) σεβόμαστε, σεβόμασταν
σεβόσουν(α) σεβόσαστε, σεβόσασταν
σεβόταν(ε) σέβονταν, σεβόντανε, σεβόντουσαν
Aorist (simple past) σεβάστηκα σεβαστήκαμε
σεβαστήκαμε σεβαστήκατε
σεβάστηκε σεβάστηκαν, σεβαστήκαν(ε)
Perfect έχω σεβαστεί έχουμε σεβαστεί
έχεις σεβαστεί έχουμε σεβαστεί
έχει σεβαστεί έχουν σεβαστεί
Pluperfect είχα σεβαστεί είχαμε σεβαστεί
είχες σεβαστεί είχατε σεβαστεί
είχε σεβαστεί είχαν σεβαστεί
Future (continuous) θα σέβομαι θα σεβόμαστε
θα σέβεσαι θα σέβεστε, θα σεβόσαστε
θα σέβεται θα σέβονται
Future (simple) θα σεβαστώ θα σεβαστούμε
θα σεβαστείς θα σεβαστείτε
θα σεβαστεί θα σεβαστούν(ε)
Future Perfect θα έχω σεβαστεί θα έχουμε σεβαστεί
θα έχεις σεβαστεί θα έχετε σεβαστεί
θα έχει σεβαστεί θα έχουν σεβαστεί
Subjunctive Mood
Present να σέβομαι να σεβόμαστε
να σέβεσαι να σέβεστε, να σεβόσαστε
να σέβεται να σέβονται
Aorist να σεβαστώ να σεβαστούμε
να σεβαστείς να σεβαστείτε
να σεβαστεί να σεβαστούν(ε)
Perfect να έχω σεβαστεί να έχουμε σεβαστεί
να έχεις σεβαστεί να έχετε σεβαστεί
να έχει σεβαστεί να έχουν σεβαστεί
Imperative Mood
Present -- σέβεστε
Aorist σεβασττού σεβαστείτε
Participle
Present σεβόμενος
perfect
Infinitive
Aorist σεβαστεί
Examples with «σέβομαι»:
ελληνικά αγγλικά
Για να σε σέβονται οι άλλοι, πρέπει πρώτα εσύ να σέβεσαι τον εαυτό σου. To get respectability for others, you have to respect yourself first.
Tον σέβονται όλοι στο χωριό. Everybody in the village respects him.
Πρέπει να σεβαστούμε τον τηλεθεατή. We have to respect the viewer.
Δε σεβάστηκε την τελευταία επιθυμία του πατέρα του. He didn't respect the last wish of his father.
Πρέπει να σέβεσαι τους νόμους, τα ήθη και τα έθιμα της χώρας που ζεις. You have to respect the laws, traditions and customs of the country you live in.