Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present εκθέτω εκθέτουμε, εκθέτομε
εκθέτεις εκθέτετε
εκθέτει εκθέτουν(ε)
Imperfect εξέθετα εκθέταμε
εξέθετες εκθέτατε
εξέθετε εξέθεταν, εκθέταν(ε)
Aorist (simple past) εξέθεσα εκθέσαμε
εξέθεσες εκθέσατε
εξέθεσε εξέθεσαν, εκθέσαν(ε)
Perfect έχω εκθέσει έχουμε εκθέσει
έχεις εκθέσει έχετε εκθέσει
έχει εκθέσει έχουν εκθέσει
Pluperfect είχα εκθέσει είχαμε εκθέσει
είχες εκθέσει είχατε εκθέσει
είχε εκθέσει είχαν εκθέσει
Future (continuous) θα εκθέτω θα εκθέτουμε, θα εκθέτομε
θα εκθέτεις θα εκθέτετε
θα εκθέτει θα εκθέτουν(ε)
Future (simple) θα εκθέσω θα εκθέσουμε, θα εκθέσομε
θα εκθέσεις θα εκθέσετε
θα εκθέσει θα εκθέσουν(ε)
Future Perfect θα έχω εκθέσει θα έχουμε εκθέσει
θα έχεις εκθέσει θα έχετε εκθέσει
θα έχει εκθέσει θα έχουν εκθέσει
Subjunctive mood
Present να εκθέτω να εκθέτουμε, να εκθέτομε
να εκθέτεις να εκθέτετε
να εκθέτει να εκθέτουν(ε)
Aorist να εκθέσω να εκθέσουμε, να εκθέσομε
να εκθέσεις να εκθέσετε
να εκθέσει να εκθέσουν(ε)
Perfect να έχω εκθέσει να έχουμε εκθέσει
να έχεις εκθέσει να έχετε εκθέσει
να έχει εκθέσει να έχουν εκθέσει
Imperative mood
Present έκθετε εκθέτετε
Aorist έκθεσε εκθέσετε, εκθέστε
Participle
Present εκθέτοντας
Perfect έχοντας εκθέσει
Infinitive
Aorist εκθέσει
Examples with «εκθέτω»:
ελληνικά αγγλικά
Αυτός εξέθεσε τη ζωή της σε κίνδυνο He endangers her life.
Εσείς εκθέσατε το δέρμα σας στον ήλιο. You expose your skin to the sun.
Tου ζήτησαν να εκθέσει τα γεγονότα. They ask him to set our the facts.
Πέρυσι εξέθετα ζωγραφικές μου σε κοινή θέα. Last year I exposed my paintings to the public
Verbs with the same conjugation as «εκθέτω»:
- αναθέτω to assign, charge, recommend
- ανασυνθέτω to remake, recompose
- αντιθέτω to disagree
- αποθέτω to lay down, put down
- διαθέτω to own, have, carry
- θέτω to put, place
- καταθέτω to lay, lodge, deposit
- μεταθέτω to shift, transfer, postpone
- παραθέτω to quote, cite, list
- προδιαθέτω to predispose
- προσθέτω to add
- συνθέτω to compose, make up
- υποθέτω * to suppose, assume, presume
-

All abovementioned active verbs also have passive forms except the one marked with *, which only has the impersonal passive form «υποτίθεται» in use, meaning it is supposed

Derivative nouns of this verb are «η υπόθεση» - hypothesis, matter, business, affair «Πώς πάνε οι υποθέσεις σου; - How's your business? and «η υποθήκη» - mortgage: «αίρω υποθήκη» - to redeem a mortgage

Tenses - moods Passive voice
Indicative mood Singular Plural
Present εκτίθεμαι εκτιθέμεθα
εκτίθεσαι εκτίθεσθε
εκτίθεται εκτίθενται
Imperfect -- --
-- --
εξετίθετο εξετίθεντο
Aorist (simple past) εκτέθηκα εκτεθήκαμε
εκτέθηκες εκτεθήκατε
εκτέθηκε εκτέθηκαν, εκτεθήκαν(ε)
Perfect έχω εκτεθεί,
είμαι εκτεθειμένος, -η
έχουμε εκτεθεί,
είμαστε εκτεθειμένοι, -ες
έχεις εκτεθεί,
είσαι εκτεθειμένος, -η
έχετε εκτεθεί,
είστε εκτεθειμένοι, -ες
έχει εκτεθεί,
είναι εκτεθειμένος, -η, -ο
έχουν εκτεθεί,
είναι εκτεθειμένοι, -ες, -α
Pluperfect είχα εκτεθεί,
ήμουν εκτεθειμένος, -η
είχαμε εκτεθεί,
ήμαστε εκτεθειμένοι, -ες
είχες εκτεθεί,
ήσουν εκτεθειμένος, -η
είχατε εκτεθεί,
ήσαστε εκτεθειμένοι, -ες
είχε εκτεθεί,
ήταν εκτεθειμένος, -η, -ο
είχαν εκτεθεί,
ήταν εκτεθειμένοι, -ες, -α
Future (continuous) θα εκτίθεμαι θα εκτιθέμεθα
θα εκτίθεσαι θα εκτίθεσθε
θα εκτίθεται θα εκτίθενται
Future (simple) θα εκτεθώ θα εκτεθούμε
θα εκτεθείς θα εκτεθείτε
θα εκτεθεί θα εκτεθούν(ε)
Future Perfect θα έχω εκτεθεί,
θα είμαι εκτεθειμένος, -η
θα έχουμε εκτεθεί,
θα είμαστε εκτεθειμένοι, -ες
θα έχεις εκτεθεί,
θα είσαι εκτεθειμένος, -η
θα έχετε εκτεθεί,
θα είστε εκτεθειμένοι, -ες
θα έχει εκτεθεί,
θα είναι εκτεθειμένος, -η, -ο
θα έχουν εκτεθεί,
θα είναι εκτεθειμένοι, -ες, -α
Subjunctive mood
Present να εκτίθεμαι να εκτιθέμεθα
να εκτίθεσαι να εκτίθεσθε
να εκτίθεται να εκτίθενται
Aorist να εκτεθώ να εκτεθούμε
να εκτεθείς να εκτεθείτε
να εκτεθεί να εκτεθούν(ε)
Perfect να έχω εκτεθεί,
να είμαι εκτεθειμένος, -η
να έχουμε εκτεθεί,
να είμαστε εκτεθειμένοι, -ες
να έχεις εκτεθεί,
να είσαι εκτεθειμένος, -η
να έχετε εκτεθεί,
να είστε εκτεθειμένοι, -ες
να έχει εκτεθεί,
να είναι εκτεθειμένος, -η, -ο
να έχουν εκτεθεί,
να είναι εκτεθειμένοι, -ες, -α
Imperative mood
Present -- εκτίθεσθε
Aorist εκθέσου εκτεθείτε
Participle
Present --
Perfect εκτεθειμένος, -η, -ο εκτεθειμένοι, -ες, -α
Infinitive
Aorist εκτεθεί
Examples with «εκτίθεμαι»:
ελληνικά αγγλικά
Mη συνεχίζεις τη συζήτηση, γιατί εκτίθεσαι. Don't continue that conversation, you'll expose yourself.
Τα τελευταία χρόνια βέβαια προσέχω και δεν εκτίθεμαι στον ήλιο. Last years I watch out not to expose myself to the sun.
Σε κάποια στιγμή της ζωής τους οι άνθρωποι έχουν εκτεθεί στα βλαβερά ορυκτά. On a certain moment of their life people are exposed to harmfull minerals.
Verbs with the same conjugation as «εκτίθεμαι»:
- ανατίθεμαι to be allocated
- ανασυντίθεμαι to be reconstructed
- αντιτίθεμαι to oppose, resist
- αποτίθεμαι to lay down, to put down
- διατίθεμαι to be ill disposed
- κατατίθεμαι to be deposited
- μετατίθεμαι to be transferred, postponed
- παρατίθεμαι to put together
- προδιατίθεμαι to be well disposed
- προστίθεμαι to be added
- συντίθεμαι to be composed
- τίθεμαι to be placed, raised, set out

All abovementioned passive forms have active forms as well.