Tenses - moods Active voice
Indicative mood Singular Plural
Present μαθαίνω μαθαίνουμε, μαθαίνομε
μαθαίνεις μαθαίνετε
μαθαίνει μαθαίνουν(ε)
Imperfect μάθαινα μαθαίναμε
μάθαινες μαθαίνατε
μάθαινε μάθαιναν, μαθαίναν(ε)
Aorist (simple past) έμαθα μάθαμε
έμαθες μάθατε
έμαθε έμαθαν, μάθαναν(ε)
Perfect έχω μάθει έχουμε μάθει
έχεις μάθει έχετε μάθει
έχει μάθει έχουν μάθει
Pluperfect είχα μάθει είχαμε μάθει
είχες μάθει είχατε μάθει
είχε μάθει είχαν μάθει
Future (continuous) θα μαθαίνω θα μαθαίνουμε, θα μαθαίνομε
θα μαθαίνεις θα μαθαίνετε
θα μαθαίνει θα μαθαίνουν(ε)
Future (simple) θα μάθω θα μάθουμε, θα μάθομε
θα μάθεις θα μάθετε
θα μάθει θα μάθουν(ε)
Future Perfect θα έχω μάθει θα έχουμε μάθει
θα έχεις μάθει θα έχετε μάθει
θα έχει μάθει θα έχουν μάθει
Subjunctive mood
Present να μαθαίνω να μαθαίνουμε, να μαθαίνομε
να μαθαίνεις να μαθαίνετε
να μαθαίνει να μαθαίνουν(ε)
Aorist να μάθω να μάθουμε, να μάθομε
να μάθεις να μάθετε
να μάθει να μάθουν(ε)
Perfect να έχω μάθει να έχουμε μάθει
να έχεις μάθει να έχετε μάθει
να έχει μάθει να έχουν μάθει
Imperative mood
Present μάθαινε μαθαίνετε
Aorist μάθε μάθετε
Participle
Present μαθαίνοντας
Perfect έχοντας μάθει
Infinitive
Aorist μάθει
Examples with «μαθαίνω»:
ελληνικά αγγλικά
Ο ηθοποιός έπρεπε να μάθει το ρόλο του. The actor had to learn his role.
Τα παιδιά συνήθως αρχίζουν να μαθαίνουν να περπατούν στην ηλικία του ενός έτους. Usually, children start learning to walk at the age of one.
Έμαθε να ζει χωρίς να δουλεύει. He/she learned to live without working.
Ο πρώτος μου δάσκαλος μου έμαθε να διαβάζω και να γράφω. My first teacher taught me to read and write.
Τελικά έμαθε τα είκοσι ισπανικά ρήματα. Ultimately he learned twenty Spanish verbs.
Tον έδειρα για να μάθει. He only has been beaten up to learn.
Μάθε αν έχει θέση στο κάμπινγκ. Find out if there is a place on the campsite.

«μαθαίνω» is an irregular active verb. It also has a passive voice viz: «μαθεύομαι» which has the same conjugation as «γεύομαι» - test, taste en relish, enjoy, take pleasure in

Verbs with the same conjugation:
- καταλαβαίνω understand
- λαχαίνω encounter, come accross
- λανθάνω be mistaken
- παθαίνω suffer, endure