Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ωφελώ ωφελούμε
ωφελείς ωφελείτε
ωφελεί ωφελούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd ωφελούσα ωφελούσαμε
ωφελούσες ωφελούσατε
ωφελούσε ωφελούσαν(ε)
Aoristus ωφέλησα ωφελήσαμε
ωφέλησες ωφελήσατε
ωφέλησε ωφέλησαν, ωφελήσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ωφελήσει,
έχω ωφελημένο
έχουμε ωφελήσει,
έχουμε ωφελημένο
έχεις ωφελήσει,
έχεις ωφελημένο
έχετε ωφελήσει,
έχετε ωφελημένο
έχει ωφελήσει,
έχει ωφελημένο
έχουν ωφελήσει,
έχουν ωφελημένο
Voltooid verleden tijd είχα ωφελήσει,
είχα ωφελημένο
είχαμε ωφελήσει,
είχαμε ωφελημένο
είχες ωφελήσει,
είχες ωφελημένο
είχατε ωφελήσει,
είχατε ωφελημένο
είχε ωφελήσει,
είχε ωφελημένο
είχαν ωφελήσει,
είχαν ωφελημένο
Toekomende tijd (1) θα ωφελώ θα ωφελούμε
θα ωφελείς θα ωφελείτε
θα ωφελεί θα ωφελούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα ωφελήσω θα ωφελήσουμε
θα ωφελήσεις θα ωφελήσετε
θα ωφελήσει θα ωφελήσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ωφελήσει,
θα έχω ωφελημένο
θα έχουμε ωφελήσει,
θα έχουμε ωφελημένο
θα έχεις ωφελήσει,
θα έχεις ωφελημένο
θα έχετε ωφελήσει,
θα έχετε ωφελημένο
θα έχει ωφελήσει,
θα έχει ωφελημένο
θα έχουν ωφελήσει,
θα έχουν ωφελημένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ωφελώ να ωφελούμε
να ωφελείς να ωφελείτε
να ωφελεί να ωφελούν(ε)
Aoristus να ωφελήσω να ωφελήσουμε
να ωφελήσεις θα ωφελήσετε
να ωφελήσει να ωφελήσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ωφελήσει,
να έχω ωφελημένο
να έχουμε ωφελήσει,
να έχουμε ωφελημένο
να έχεις ωφελήσει,
να έχεις ωφελημένο
να έχετε ωφελήσει,
να έχετε ωφελημένο
να έχει ωφελήσει,
να έχει ωφελημένο
να έχουν ωφελήσει,
να έχουν ωφελημένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ωφελείτε
Aoristus ωφέλησε ωφελήστε, ωφελήσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ωφελώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας ωφελήσει, έχοντας ωφελημένο
Onbepaalde wijs
Aoristus ωφελήσει
Voorbeelden met «ωφελώ»:
ω
ελληνικά ολλανδικά
Ωφελεί την υγεία του. Hij is goed voor zijn gezondheid.
Αυτό ωφελεί ένα μόνο άτομο. Daar profiteert slechts een persoon van.
Οι διακοπές πρέπει να σας ωφέλησαν. De vakantie moet u goed gedaan hebben.
Η σύνταξη ωφέλησε τον συνταξιούχο. Het pensioen deed de gepensioneerde goed.

Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «ωφελώ»

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ωφελούμαι ωφελούμαστε
ωφελείσαι ωφελείστε
ωφελείται ωφελούνται
Onvoltooid verleden tijd ωφελούμουν ωφελούμαστε
-- --
ωφελούνταν, ωφελείτο ωφελούνταν, ωφελούντο
Aoristus οωφελήθηκα ωφεληθήκαμε
ωφελήθηκες ωφεληθήκατε
ωφελήθηκε ωφελήθηκαν, ωφεληθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ωφεληθεί,
είμαι ωφελημένος, -η
έχουμε ωφεληθεί,
είμαστε ωφελημένοι, -ες
έχεις ωφεληθεί,
είσαι ωφελημένος, -η
έχετε ωφεληθεί,
είστε ωφελημένοι, -ες
έχει ωφεληθεί,
είναι ωφελημένος, -η, -ο
έχουν ωφεληθεί,
είναι ωφελημένοι, -ές, -α
Voltooid verleden tijd είχα ωφεληθεί,
ήμουν ωφελημένος, -η
είχαμε ωφεληθεί,
ήμαστε ωφελημένοι, -ες
είχες ωφεληθεί,
ήσουν ωφελημένος, -η
είχατε ωφεληθεί,
ήσαστε ωφελημένοι, -ες
είχε ωφεληθεί,
ήταν ωφελημένος, -η, -ο
είχαν ωφεληθεί,
ήταν ωφελημένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα ωφελούμαι θα ωφελούμαστε
θα ωφελείσαι θα ωφελείστε
θα ωφελείται θα ωφελούνται
Toekomende tijd (2) θα ωφελγηθώ θα ωφεληθούμε
θα ωφεληθείς θα ωφεληθείτε
θα ωφεληθεί θα ωφεληθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ωφεληθεί,
θα είμαι ωφελημένος, -η
θα έχουμε ωφεληθεί,
θα είμαστε ωφελημένοι, -ες
θα έχεις ωφεληθεί,
θα είσαι ωφελημένος, -η
θα έχετε ωφεληθεί,
θα είστε ωφελημένοι, -η
θα έχει ωφεληθεί,
θα είναι ωφελημένος, -η, -ο
θα έχουν ωφεληθεί,
θα είναι ωφελημένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ωφελούμαι να ωφελούμαστε
να ωφελείσαι να ωφελείστε
να ωφελείται να ωφελούνται
Aoristus να ωφεληθώ να ωφεληθούμε
να ωφεληθείς να ωφεληθείτε
να ωφεληθεί να ωφεληθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ωφεληθεί,
να είμαι ωφελημένος, -η
να έχουμε ωφεληθεί,
να είμαστε ωφελημένοι, -ες
να έχεις ωφεληθεί,
να είσαι ωφελημένος, -η
να έχετε ωφεληθεί,
να είστε ωφελημένοι, -ες
να έχει ωφεληθεί,
να είναι ωφελημένος, -η, -ο
να έχουν ωφεληθεί,
να είναι ωφελημένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ωφελείστε
Aoristus ωφελήσου ωφεληθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd ωφελημένος, -η, -ο ωφελημένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ωφεληθεί
Voorbeelden met «ωφελούμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Έχουν ωφεληθεί ορισμένοι από τον τουρισμό; Hebben sommige mensen baat gehad van het toerisme?
Ποιοι μπορούν να ωφεληθούν από αυτά τα μαθήματα; Wie kunnen er van deze lessen profiteren.
Πώς μπορούμε να ωφεληθούμε από την εκπαίδευση; Hoe kunnen we profijt hebben van de training?
Στο παρελθόν ωφεληθήκατε από τον δήμο. In het verleden hebben jullie geprofiteerd van de gemeente.

Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «ωφελούμαι»