Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd διαρρηγνύω διαρρηγνύουμε, διαρρηγνύομε
διαρρηγνύεις διαρρηγνύετε
διαρρηγνύει διαρρηγνύουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd διαρρήγνυα διαρρήγνυες
διαρρήγνυες διαρρήγνυε
διαρρήγνυε διαρρήγνυαν, διαρρηγνύαν(ε)
Aoristus διέρρηξα, διάρρηξα διαρρήξαμε
διέρρηξες, διάρρηξες διαρρήξατε
διέρρηξε, διάρρηξε διέρρηξαν, διάρρηξαν, διαρρήξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω διαρρήξει έχουμε διαρρήξει
έχεις διαρρήξει έχετε διαρρήξει
έχει διαρρήξει έχουν διαρρήξει
Voltooid verleden tijd είχα διαρρήξει είχαμε διαρρήξει
είχες διαρρήξει είχατε διαρρήξει
είχε διαρρήξει είχαν διαρρήξει
Toekomende tijd (1) θα διαρρηγνύω θα διαρρηγνύουμε, θα διαρρηγνύομε
θα διαρρηγνύεις θα διαρρηγνύεις
θα διαρρηγνύει θα διαρρηγνύουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα διαρρήξω θα διαρρήξουμε, θα διαρρήξομε
θα διαρρήξεις θα διαρρήξετε
θα διαρρήξει θα διαρρήξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω διαρρήξει θα έχουμε διαρρήξει
θα έχεις διαρρήξει θα έχετε διαρρήξει
θα έχει διαρρήξει θα έχουν διαρρήξει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να διαρρηγνύω να διαρρηγνύουμε, να διαρρηγνύομε
να διαρρηγνύεις να διαρρηγνύετε
να διαρρηγνύει να διαρρηγνύουν(ε)
Aoristus να διαρρήξω να διαρρήξουμε, να διαρρήξομε
να διαρρήξεις να διαρρήξετε
να διαρρήξει να διαρρήξουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω διαρρήξει να έχουμε διαρρήξει
να έχεις διαρρήξει να έχετε διαρρήξει
να έχει διαρρήξει να έχουν διαρρήξει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd διαρρήκνυε διαρρηγνύετε
Aoristus διάρρηξε διαρρήξετε, διαρρήξτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd διαρρηγνύοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας διαρρήξει
Onbepaalde wijs
Aoristus διαρρήξει
voorbeelden van «διαρρηγνύω»:
ελληνικά ολλανδικά
Άγνωστοι διάρρηξαν ένα κατάστημα. Onbekenden braken in een winkel in.
Αυτός μου έμαθε πως να διαρρηγνύω κλειδαριές. Hij leerde mij om sloten te kraken.
Έχουμε το δικαίωμα να διαρρηγνύουμε τη σιωπή του; Hebben wij het recht de stilte te verstoren?
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd:
- αναδεικνύω selecteren, verfraaien
- αναμειγνύω vermengen
- αποδεικνύω bewijzen
- επιδεικνύω laten zien, pronken
- καταδεικνύω aantonen, bewijzen
- .
Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd διαρρηγνύομαι διαρρηγνυόμαστε
διαρρηγνύεσαι διαρρηγνύεστε, διαρρηγνυόσαστε
διαρρηγνύεται διαρρηγνύονται
Onvoltooid verleden tijd διαρρηγνυόμουν(α) διαρρηγνυόμαστε, διαρρηγνυόμασταν
διαρρηγνυόσουν(α) διαρρηγνυόσαστε, διαρρηγνυόσασταν
διαρρηγνυόταν(ε) διαρρηγνύονταν, διαρρηγνυόντανε, διαρρηγνυόντουσαν
Aoristus διαρρήχθηκα, διαρρήχτηκα διαρρηχθήκαμε, διαρρηχτήκαμε
διαρρήχθηκες, διαρρήχτηκες διαρρηχθήκατε, διαρρηχτήκατε
διαρρήχθηκε, διαρρήχτηκε διαρρήχτηκαν, διαρρηχτήκαν(ε)
Tegenwoordige voltooide tijd έχω διαρρηχθεί έχουμε διαρρηχθεί
έχεις διαρρηχθεί έχετε διαρρηχθεί
έχει διαρρηχθεί έχουν διαρρηχθεί
Voltooid verleden tijd είχα διαρρηχθεί είχαμε διαρρηχθεί
είχες διαρρηχθεί είχατε διαρρηχθεί
είχε διαρρηχθεί είχαν διαρρηχθεί
Toekomende tijd (1) θα διαρρηγνύομαι θα διαρρηγνυόμαστε
θα διαρρηγνύεσαι θα διαρρηγνύεστε, θα διαρρηγνυόσαστε
θα διαρρηγνύεται θα διαρρηγνύονται
Toekomende tijd (2) θα διαρρηχθώ θα διαρρηχθούμε
θα διαρρηχθείς θα διαρρηχθείτε
θα διαρρηχθεί θα διαρρηχθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω διαρρηχθεί θα έχουμε διαρρηχθεί
θα έχεις διαρρηχθεί θα έχετε διαρρηχθεί
θα έχει διαρρηχθεί θα έχουν διαρρηχθεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να διαρρηγνύομαι να διαρρηγνυόμαστε
να διαρρηγνύεσαι να διαρρηγνύεστε, να διαρρηγνυόσαστε
να διαρρηγνύεται να διαρρηγνύονται
Aoristus να διαρρηχθώ να διαρρηχθούμε
να διαρρηχθείς να διαρρηχθείτε
να διαρρηχθεί να διαρρηχθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω διαρρηχθεί να έχουμε διαρρηχθεί
να έχεις διαρρηχθεί να έχετε διαρρηχθεί
να έχει διαρρηχθεί να έχουν διαρρηχθεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- διαρρηγνύεστε
Aoristos διαρρήξου διαρρηχθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd διαρρηγνυόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd διαρρηγμένος, -η, -ο διαρρηγμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus διαρρηχθεί
Enkele voorbeelden van «διαρρηγνύομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Η δοκιμής είναι να ορίζει την τιμή της πίεσης στην οποία διαρρηγνύεται η δεξαμενή. De test is om de waarde te bepalen van de druk waarbij reservoir barst.
Αυτή η σχέση δεν έχει διαρρηχθεί, έστω και αν υπάρχουν επιμέρους διαφωνίες. . Deze relatie is niet verbroken, zelfs al zijn er individuele verschillen.
Ο διαρρηγνυόμενος δίσκος τοποθετείται στη θέση του και το βύσμα βιδώνεται σφικτά. De gebroken schijf wordt in zijn positie gebracht en de plug stevig vastgeshroefd.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd:
- αναδεικνύομαι zich onderscheiden van
- αναμειγνύομαι betrokken raken in
- αποδεικνύομαι aantonen openbaren
- επιδεικνύομαι produceren, uitvoeren
- καταδεικνύομαι duidelijk maken
- .