>
Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ασχολούμαι ασχολούμαστε
ασχολείσαι ασχολείστε
ασχολείται ασχολούνται
Onvoltooid verleden tijd ασχολούμουν ασχολούμαστε
-- --
ασχολούνταν, ασχολείτο ασχολούνταν, ασχολούντο
Aoristus ασχολήθηκα ασχοληθήκαμε
ασχολήθηκες ασχοληθήκατε
ασχολήθηκε ασχολήθηκαν, αρνηθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ασχοληθεί έχουμε ασχοληθεί
έχεις ασχοληθεί έχουμε ασχοληθεί
έχει ασχοληθεί έχουν ασχοληθεί
Voltooid verleden tijd είχα ασχοληθεί είχαμε ασχοληθεί
είχες ασχοληθεί είχατε ασχοληθεί
είχε ασχοληθεί είχαν(ε) ασχοληθεί
Toekomende tijd (1) θα ασχολούμαι θα ασχολούμαστε
θα ασχολείσαι θα ασχολείστε
θα ασχολείται θα ασχολούνται
Toekomende tijd (2) θα ασχοληθώ θα ασχοληθούμε
θα ασχοληθείς θα ασχοληθείτε
θα ασχοληθεί θα ασχοληθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ασχοληθεί θα έχουμε ασχοληθεί
θα έχεις ασχοληθεί θα έχετε ασχοληθεί
θα έχει ασχοληθεί θα έχουν ασχοληθεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ασχολούμαι να ασχολούμαστε
να ασχολείσαι να ασχολείστε
να ασχολείται να ασχολούνται
Aoristus να ασχοληθώ να ασχοληθούμε
να ασχοληθείς να ασχοληθείτε
να ασχοληθεί να ασχοληθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ασχοληθεί να έχουμε ασχοληθεί
να έχεις ασχοληθεί να έχετε ασχοληθεί
να έχει ασχοληθεί να έχουν ασχοληθεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ασχολείστε
Aoristus ασχολήσου ασχοληθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd -- --
Onbepaalde wijs
Aoristus ασχοληθεί
Voorbeelden met «ασχολούμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Θα ασχοληθώ μαζί σου αργότερα. Ik zal later met je onderhandelen.
Με τι ασχολείται; Waar is hij mee bezig?
Τώρα πρέπει να ασχοληθούμε με την ευαίσθητη πλευρά του θέματος. Nu hebben we te maken met de gevoelige kant van het onderwerp.
Έχω ασχοληθεί με αυτό το είδος του πριν. Ik heb hier eerder mee te maken gehad.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «ασχολούμαι»:
- απειλούμαι * bang zijn
- απολογούμαι verdedigen, rechtvaardigen
- αρνούμαι ontkennen, weigeren, afwijzen
- διηγούμαι vertellen, verhalen
- ευχαριστούμαι * bedanken
- συζητούμαι * discussiëren, bespreken
- περιφρονούμαι * minachten, verachten
-συγχωρούμαι * spijt hebben, excuseren, vergeven
- τοποθετούμαι * zetten, plaatsen
- φιλοτιμούμαι trots zijn, waardig zijn

* Deze werkwoorden hebben actieve vormen.