Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd εργάζομαι εργαζόμαστε
εργάζεσαι εργάζεστε, εργαζόσαστε
εργάζεται εργάζονται
Onvoltooid verleden tijd εργαζόμουν(α) εργαζόμαστε, εργαζόμασταν
εργαζόσουν(α) εργαζόσαστε, εργαζόσασταν
εργαζόταν(ε) εργάζονταν, εργαζόντανε, εργαζόντουσαν
Aoristus εργάστηκα εργαστήκαμε
εργάστηκες εργαστήκατε
εργάστηκε εργάστηκαν, εργαστήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω εργαστεί έχουμε εργαστεί
έχεις εργαστεί έχετε εργαστεί
έχει εργαστεί έχουν εργαστεί
Voltooid verleden tijd είχα εργαστεί είχαμε εργαστεί
είχες εργαστεί είχατε εργαστεί
είχε εργαστεί είχαν εργαστεί
Toekomende tijd (1) θα εργάζομαι θα εργαζόμαστε
θα εργάζεσαι θα εργάζεστε, θα εργαζόσαστε
θα εργάζεται θα εργάζονται
Toekomende tijd (2) θα εργαστώ θα εργαστούμε
θα εργαστείς θα εργαστείτε
θα εργαστεί θα εργαστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω εργαστεί θα έχουμε εργαστεί
θα έχεις εργαστεί θα έχετε εργαστεί
θα έχει εργαστεί θα έχουν εργαστεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να εργάζομαι να εργαζόμαστε
να εργάζεσαι να εργάζεστε, να εργαζόσαστε
να εργάζεται να εργάζονται
Aoristus να εργαστώ να εργαστούμε
να εργαστείς να εργαστείτε
να εργαστεί να εργαστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω εργαστεί να έχουμε εργαστεί
να έχεις εργαστεί να έχετε εργαστεί
να έχει εργαστεί να έχουν εργαστεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd εργάζεστε
Aoristus εργάσου εργαστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd εργαζόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd - -
Onbepaalde wijs
Aoristus εργαστεί
Voorbeelden met «εργάζομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Εργάζεται στην τράπεζα. Hij/Zij werkt op een bank.
Εργάστηκε ως επαγγελματίας μοντέλο για τρία χρόνια. Ze werkte als professioneel model voor drie jaar.
Tην Kυριακή οι υπάλληλοι δεν εργάζονται. Op zondag werken de beambten niet.
Άνοιξε μαγαζί κι εργάζεται πολύ καλά. Hij opende een winkel en werkt erg veel.
Ο Θεός εργάστηκε επί έξι ημέρες για τη δημιουργία του κόσμου. God werkte zes dagen aan zijn schepping van de wereld.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «εργάζομαι»