Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ανακλώ ανακλούμε
ανακλάς ανακλάτε
ανακλά ανακλούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd ανακλούσα ανακλούσαμε
ανακλούσες ανακλούσατε
ανακλούσε ανακλούσαν(ε)
Aoristus ανάκλασα ανακλάσαμε
ανάκλασες ανακλάσατε
ανάκλασε ανάκλασαν, ανακλάσανε
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ανακλάσει έχουμε ανακλάσει
έχεις ανακλάσει έχετε ανακλάσει
έχει ανακλάσει έχουν ανακλάσει
Voltooid verleden tijd είχα ανακλάσει είχαμε ανακλάσει
είχες ανακλάσει είχατε ανακλάσει
είχε ανακλάσει είχαν ανακλάσει
Toekomende tijd (1) θα ανακλώ θα ανακλούμε
θα ανακλάς θα ανακλάτε
θα ανακλά θα ανακλούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα ανακλάσω θα ανακλάσουμε, θα ανακλάσομε
θα ανακλάσεις θα ανακλάσετε
θα ανακλάσει θα ανακλάσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ανακλάσει θα έχουμε ανακλάσει
θα έχεις ανακλάσει θα έχετε ανακλάσει
θα έχει ανακλάσει θα έχουν ανακλάσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ανακλώ να ανακλούμε
να ανακλάς να ανακλάτε
να ανακλά να ανακλούν(ε)
Aoristus να ανακλάσω να ανακλάσουμε, να ανακλάσομε
να ανακλάσεις να ανακλάσετε
να ανακλάσει να ανακλάσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ανακλάσει να έχουμε ανακλάσει
να έχεις ανακλάσει να έχετε ανακλάσει
να έχει ανακλάσει να έχουν ανακλάσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ανακλάτε
Aoristus ανάκλασε ανακλάστε, ανακλάσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ανακλώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας ανακλάσει
Onbepaalde wijs
Aoristus ανακλάσει
Voorbeelden met «ανακλώ»:
ελληνικά ολλανδικά
H σελήνη ανακλά ένα μεγάλο μέρος του φωτός που δέχεται από τον ήλιο. De maan weerspiegelt een groot deel van het licht opgevangen (ontvangen) door de zon.
Η ανάπτυξη της πόλης ανακλούσε την ανάπτυξη της χώρας στο σύνολό της. De groei van de stad weerspiegelde de groei van het land in zijn geheel.
Εξαιτίας της ηλιακής θερμότητας θα ανακλάσει το ηλιακό φως. Als gevolg van de wamte van de zon zal het zonlicht reflecteren.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «ανακλώ»:
- αντανακλώ reflecteren
- αντιδρώ reageren, ergens tegen zijn
- αποσπώ ontrukken, lostrekken, afbreken
- διαθλώ breken (v.licht)
- διασπώ splijten, splitsen, verdelen
- δρω handelen, bezig zijn
- επιδρώ beïnvloeden
- ωχριώ bleekworden
Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ανακλώμαι ανακλόμαστε, ανακλώμεθα
ανακλάσαι ανακλάστε, ανακλάσθε
ανακλάται ανακλώνται
Onvoltooid verleden tijd -- --
- -
ανακλάτο ανακλώντο
Aoristus ανακλάστηκα ανακλαστήκαμε
ανακλάστηκες ανακλαστήκατε
ανακλάστηκε ανακλάστηκαν, ανακλαστήκανε
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ανακλαστεί έχουμε ανακλαστεί
έχεις ανακλαστεί έχετε ανακλαστεί
έχει ανακλαστεί έχουν ανακλαστεί
Voltooid verleden tijd είχα ανακλαστεί είχαμε ανακλαστεί
είχες ανακλαστεί είχατε ανακλαστεί
είχε ανακλαστεί είχαν ανακλαστεί
Toekomende tijd (1) θα ανακλώμαι θα ανακλόμαστε, θα ανακλώμεθα
θα ανακλάσαι θα ανακλάστε, θα ανακλάσθε
θα ανακλάται θα ανακλώνται
Toekomende tijd (2) θα ανακλαστώ θα ανακλαστούμε
θα ανακλαστείς θα ανακλαστείτε
θα ανακλαστεί θα ανακλαστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ανακλαστεί θα έχουμε ανακλαστεί
θα έχεις ανακλαστεί θα έχετε ανακλαστεί
θα έχει ανακλαστεί θα έχουν ανακλαστεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ανακλώμαι να ανακλόμαστε, να ανακλώμεθα
να ανακλάσαι να ανακλάστε, να ανακλάσθε
να ανακλάται να ανακλώνται
Aoristus να ανακλαστώ να ανακλαστούμε
να ανακλαστείς να ανακλαστείτε
να ανακλαστεί να ανακλαστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ανακλαστεί να έχουμε ανακλαστεί
να έχεις ανακλαστεί να έχετε ανακλαστεί
να έχει ανακλαστεί να έχουν ανακλαστεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ανακλάστε, ανακλάσθε
Aoristus ανακλάσου ανακλαστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ανακλώμενος
Voltooid tegenwoordige tijd ανακλασμένος, -η, -ο ανακλασμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ανακλαστεί
Voorbeelden met «ανακλώμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Η ακτίνα φωτός πρέπει να ανακλαστεί προς τα πίσω με μια πράξη αντίστασης. De licht bundel moet achterwaarts weerkaatst worden met een tegen effect.
Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ανακλώνται στην ιονόσφαιρα. De elektromagnetische golven worden weerkaatst in de ionosfeer.
Να μειώσει την θερμοκρασία είχαν γίνει πειράματα με ανακλασμένες ακτίνες του ηλίου. Om de temperatuur te verlagen werden experimenten uitgevoerd met reflecterende zonnestralen.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «ανακλώμαι»:
- αντανακλώμαι weerklank vinden
- αποσπώμαι detacheren
- διαθλώμαι stralen breken
- διασπώμαι doen uiteenspatten