Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd παύω παύουμε, παύομε
παύουμε, παύομε παύετε
παύει παύουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έπαυα παύαμε
έπαυες παύατε
έπαυε έπαυαν, παύαν(ε)
Aoristus έπαψα, έπαυσα πάψαμε, παύσαμε
έπαψες, έπαυσες πάψατε, παύσατε
έπαψε, έπαυσε έπαψαν, πάψαν(ε), έπαυσαν, παύσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω πάψει, έχω παύσει έχουμε πάψει, έχουμε παύσει
έχεις πάψει, έχεις παύσει έχετε πάψει, έχετε παύσει
έχει πάψει, έχει παύσει έχουν πάψει, έχουν παύσει
Voltooid verleden tijd είχα πάψει, είχα παύσει είχαμε πάψει, είχαμε παύσει
είχες πάψει, είχες παύσει είχατε πάψει, είχατε παύσει
είχε πάψει, είχε παύσει είχαν πάψει, είχαν παύσει
Toekomende tijd (1) θα παύω θα παύουμε, θα παύομε
θα παύεις θα παύετε
θα παύει θα παύουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα πάψω, θα παύσω θα πάψουμε, θα πάψομε,
θα παύσουμε, θα παύσομε
θα πάψεις, θα παύσεις θα πάψετε, θα παύσετε
θα πάψει, θα παύσει θα πάψουν(ε), θα παύσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω πάψει, θα έχω παύσει θα έχουμε πάψει, θα έχουμε παύσει
θα έχεις πάψει, θα έχεις παύσει θα έχετε πάψει, θα έχετε παύσει
θα έχει πάψει, θα έχει παύσει θα έχουν πάψει, θα έχουν παύσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να παύω να παύουμε, να παύομε
να παύεις να παύετε
να παύει να παύουν(ε)
Aoristus να πάψω, να παύσω να πάψουμε, να πάψομε,
να παύσουμε, να παύσομε
να πάψεις, να παύσεις να πάψετε, να παύσετε
να πάψει, να παύσει να πάψουν(ε), να παύσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω πάψει, να έχω παύσει να έχουμε πάψει, να έχουμε παύσει
να έχεις πάψει, να έχεις παύσει να έχετε πάψει, να έχετε παύσει
να έχει πάψει, να έχει παύσει να έχουν πάψει, να έχουν παύσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd παύε παύετε
Aoristus πάψε, παύσε πάψτε, πάψετε, παύστε, παύσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd παύοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας πάψει, έχοντας παύσει
Onbepaalde wijs
Aoristus πάψει, παύσει

Enkele voorbeelden met «παύω»:

ελληνικά ολλανδικά
Έπαψα να ακούω. Ik stopte met luisteren.
Πάψε να λες ψέματα! Stop met liegen!
Αυτή δεν έπαψε να τον αγαπάει. Zij hield niet op hem lief te hebben.
Μην πάψεις ποτέ να αναρωτιέσαι και να ψάχνεις. Stop nooit met jezelf af te vragen en te zoeken.
Έπαυσαν οι εχθροπραξίες. De vijandelijkheden waren gestaakt.
Nα πάψουν οι φλυαρίες. Laten ze met het geklets stoppen.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «παύω»:
- αχρηστεύω onbruikbaar maken
- ικετεύω * smeken, bedelen
- μαθητεύω * onderrichten, les krijgen
- παγιδεύω ** vangen, een val zetten
- ριψοκινδυνεύω riskeren, wagen
- .
 

De met * aangegeven werkwoorden hebben geen passieve vormen

** dit werkwoord heeft een passieve vorm, «παγιδεύομαι». Een voorbeeld van de vervoeging ervan is «δουλεύομαι» - bewerken, uitwerken.

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd παύομαι παυόμαστε
παύεσαι παύεστε, παυόσαστε
παύεται παύονται
Onvoltooid verleden tijd παυόμουν(α) παυόμαστε, παυόμασταν
παυόσουν(α) παυόσαστε, παυόσασταν
παυόταν παύονταν, παυόντανε, παυόντουσαν
Aoristus παύτηκα, παύθηκα παυτήκαμε, παυθήκαμε
παύτηκες, παύθηκες παυτήκατε, παυθήκατε
παύτηκε, παύθηκε παύτηκαν, παυθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω παυτεί, έχω παυθεί έχουμε παυτεί, έχουμε παυθεί
έχεις παυτεί, έχεις παυθεί έχετε παυτεί, έχετε παυθεί
έχει παυτεί, έχει παυθεί έχουν παυτεί, έχουν παυθεί
Voltooid verleden tijd είχα παυτεί, έχουν παυθεί είχαμε παυτεί, είχαμε παυθεί
είχες παυτεί, είχες παυθεί είχατε παυτεί, είχατε παυθεί
είχε παυτεί, είχε παυθεί είχαν παυτεί, είχαν παυθεί
Toekomende tijd (1) θα παύομαι θα παυόμαστε
θα παύεσαι θα παύεστε, θα παυόσαστε
θα παύεται θα παύονται
Toekomende tijd (2) θα παυτώ, θα παυθώ θα παυτούμε, θα παυθούμε
θα παυτείς, θα παυθείς θα παυτείτε, θα παυθείτε
θα παυτεί, θα παυθεί θα παυτούν(ε), θα παυθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω παυτεί, θα έχω παυθεί θα έχουμε παυτεί, θα έχουμε παυθεί
θα έχεις παυτεί, θα έχεις παυθεί θα έχετε παυτεί, θα έχετε παυθεί
θα έχει παυτεί, θα έχει παυθεί θα έχουν παυτεί, θα έχουν παυθεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να παύομαι να παυόμαστε
να παύεσαι να παύεστε, να παυόσαστε
να παύεται να παύονται
Aoristus να παυτώ, να παυθώ να παυτούμε, να παυθούμε
να παυτείς, να παυθείς να παυτείτε, να παυθείτε
να παυτεί, να παυθεί να παυτούν(ε), να παυθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω παυτεί, να έχω παυθεί να έχουμε παυτεί,να έχουμε παυθεί
να έχεις παυτεί, να έχεις παυθεί να έχετε παυτεί, να έχετε παυθεί
να έχει παυτεί, να έχει παυθεί να έχουν παυτεί,να έχουν παυθεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- παύεστε
Aoristus παύσου παυτείτε, παυθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd παυόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd -- --
Onbepaalde wijs
Aoristus παυτεί, παυθεί

Enkele voorbeelden met «παύομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Ο υπάλληλος παύθηκε προσωρινά. De beambte werd tijdelijk geschorst.
Τα µέλη της εκτελεστικής επιτροπής δύνανται να παύονται, µε απόφαση του υπουργού. De leden van de uitvoerende commissie kunnen worden ontslagen, door het besluit van de minister.
Μετά από έξι χρόνια παύθηκε από τα καθήκοντά του. Na zes jaar werd hij van zijn ambt ontheven.
Θα πρέπει να παυθεί πάραυτα από την θέση του υπουργού Άμυνας Hij zou onmiddellijk uit zijn functie als minister van defensie verwijderd moeten worden.
Παρών δεν είναι καθόλου συνηθισμένο να παυθείς από τη θέση σου. Tegenwoordig is het helemaal niet ongewoon om uit je job gezet te worden
Δεν μπορούν να παυτούν από τα καθήκοντά τους Zij kunnen niet uit hun ambt verwijderd worden.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «παύομαι»:
- αλιεύομαι vissen, opsporen, najagen
- αναγορεύομαι benoemd worden
- ανιχνεύομαι opgespoord worden
- αντιπροσωπεύομαι vertegenwoordigd worden
- απαγορεύομαι verboden worden
- απλουστεύομαι vereenvoudigen
- αποθηκεύομαι opgestapeld/opgeslagen worden
- αστυνομεύομαι onder toezicht staan
- αχρηστεύομαι onbruikbaar worden
- βραβεύομαι beloond worden
- δεσμεύομαι definiëren, vastleggen
- δημοσιεύομαι uitkomen (publiek maken)
- δηναστεύομαι overheerst worden
- ειδικεύομαι zich specialiseren
- ειρωνεύομαι * bespotten
- εκμεταλλεύομαι * misbruiken, voordeel trekken
- εκμυστηρεύομαι * in vertrouwen nemen
- εμπιστεύομαι * vertrouwen hebben in
- εμπορεύομαι * handelen
- εξολοθρεύομαι verwijderen
- επιτηδεύομαι * simuleren, voorwenden
- εμηνεύομαι verklaard worden
- καρυκεύομαι gekruid worden
- κατασυναστεύομαι onderdrukt worden
- κυριεύομαι veroverd worden
- μεταμοσχεύομαι getransplanteerd worden
- στηλετεύομαι gesteund worden
- σωρεύομαι zich verzamelen
- υδρεύομαι * bewateren
- υπαγορεύομαι voorzeggen, dicteren
- υπονομεύομαι * verdacht zijn
- υποπτεύομαι * verdenken
- φονεύομαι vermoord/gedood worden
- φυγαδεύομαι helpen ontsnappen
- χαλκεύομαι met koper beslagen worden
- .
 

De met * aangemerkte werkwoorden hebben geen actieve vormen.