Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd καλύπτω καλύπτουμε, καλύπτομε
καλύπτεις καλύπτετε
καλύπτει καλύπτουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd κάλυπτα καλύπταμε
κάλυπτες καλύπτατε
κάλυπτε κάλυπταν, καλύπταν(ε)
Aoristus κάλυψα καλύψαμε
κάλυψες καλύψατε
κάλυψε κάλυψαν, καλύψαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω καλύψει,
έχω καλυμμένο
έχουμε καλύψει,
έχουμε καλυμμένο
έχεις καλύψει,
έχεις καλυμμένο
έχετε καλύψει,
έχετε καλυμμένο
έχει καλύψει,
έχει καλυμμένο
έχουν καλύψει,
έχουν καλυμμένο
Voltooid verleden tijd είχα καλύψει,
είχα καλυμμένο
είχαμε καλύψει,
είχαμε καλυμμένο
είχες καλύψει,
είχες καλυμμένο
είχατε καλύψει,
είχατε καλυμμένο
είχε καλύψει,
είχε καλυμμένο
είχαν καλύψει,
είχαν καλυμμένο
Toekomende tijd (1) θα καλύπτω θα καλύπτουμε, θα καλύπτομε
θα καλύπτεις θα καλύπτετε
θα καλύπτει θα καλύπτουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα καλύπτουν θα καλύψουμε, θα καλύψομε
θα καλύψεις θα καλύψετε
θα καλύψει θα καλύψουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω καλύψει,
θα έχω καλυμμένο
θα έχουμε καλύψει,
θα έχουμε καλυμμένο
θα έχεις καλύψει,
θα έχεις καλυμμένο
θα έχετε καλύψει,
θα έχετε καλυμμένο
θα έχει καλύψει,
θα έχει καλυμμένο
θα έχουν καλύψει,
θα έχουν καλυμμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να καλύπτω να καλύπτουμε, να καλύπτομε
να καλύπτεις να καλύπτετε
να καλύπτει να καλύπτουν(ε)
Aoristus να καλύψω να καλύψουμε, να καλύψομε
να να καλύψουμε, να καλύψομε να καλύψετε
να καλύψει να καλύψουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω καλύψει,
να έχω καλυμμένο
να έχουμε καλύψει,
να έχουμε καλυμμένο
να έχεις καλύψει,
να έχεις καλυμμένο
να έχετε καλύψει,
να έχετε καλυμμένο
να έχει καλύψει,
να έχει καλυμμένο
να έχουν καλύψει,
να έχουν καλυμμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd κάλυπτε καλύπτετε
Aoristus καλύψε καλύψετε, καλύψτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd καλύπτοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας καλύψει, έχοντας καλυμμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus καλύψει

Enkele voorbeelden met «καλύπτω»:

ελληνικά ολλανδικά
Καλύψαμε το πάτωμα με μοκέτα. We bedekten de vloer met tapijt.
Το βιβλίο καλύπτει την περίοδο μετά τον πόλεμο. Het boek omvat de periode na de oorlog.
Tην καλύβα την κάλυψαν με καλάμια. De hut werd bedekt met riet
Kάλυψε το γυμνό σώμα του με μια κουβέρτα. Zij dekte zijn naakte lichaam met een deken toe.
Προσπάθησαν να καλύψουν το σκάνδαλο. Ze probeerden het schandaal geheim te houden.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «καλύπτω»:
- ανακαλύπτω ontdekken
- ανασκάπτω ** graven, blootleggen
- αποκαλύπτω uit de doeken doen
- απορρίπτω weigeren
- βλάπτω beschadigen, bezeren, kwetsen
- διακόπτω *** hinderen, storen
- καταρρίπτω neerhalen, kappen, vernielen
- παρακάμπω omleiden
- συγκαλύπτω geheim houden, verstoppen
- υποκλέπτω **** onderscheppen, vasthouden
- υποκρύπτω verstoppen, herbergen, verhullen
- υποκύπτω * zich neerleggen bij, toegeven
- υποσκάπτω ** afgraven, ondermijnen
-
 

Het met * aangemerkte werkwoord heeft geen passieve vorm.

De met ** aangemerkte werkwoorden hebben onregelmatige passieve vormen zoals «ανασκάπτομαι» - opgegraven worden

Het met *** aangemerkte werkwoord heeft een onregelmatige passieve vorm «διακόπτομαι» - gehinderd worden, gestoord worden, onderbroken worden

Het met **** aangemerkte werkwoord heeft een onregelmatige passieve vorm «υποκλέπτομαι» - onderschept worden, afgeluisterd worden, geremd worden

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd καλύπτομαι καλυπτόμαστε
καλύπτεσαι καλύπτεστε, καλυπτόσαστε
καλύπτεται καλύπτονται
Onvoltooid verleden tijd καλυπτόμουν(α) καλυπτόμαστε, καλυπτόμασταν
καλυπτόσουν(α) καλυπτόσαστε
καλυπτόταν(ε) καλύπτονταν
Aoristus καλύφθηκα, καλύφτηκα καλύφθηκες, καλύφτηκες
καλύφθηκες, καλύφτηκες καλυφθήκατε, καλυφτήκατε
καλύφθηκε, καλύφτηκε καλύφθηκαν, καλυφθήκαν(ε),
καλύφτηκαν, καλυφτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω καλυφθεί/αλυφτεί,
είμαι καλυμμένος, -η
έχουμε καλυφθεί/καλυφτεί,
είμαστε καλυμμένοι, -ες
έχεις καλυφθεί/καλυφτεί,
είσαι καλυμμένος, -η
έχετε καλυφθεί/καλυφτεί,
είστε καλυμμένοι, -ες
έχει καλυφθεί/καλυφτεί,
είναι καλυμμένος, -η, -ο
έχουν καλυφθείm/καλυφτεί,
είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα καλυφθεί/καλυφτεί,
ήμουν καλυμμένος, -η
είχαμε καλυφθεί/καλυφτεί,
ήμαστε καλυμμένοι, -ες
είχες καλυφθεί/καλυφτεί,
ήσουν καλυμμένος, -η
είχατε καλυφθεί/καλυφτεί,
ήσαστε καλυμμένοι, -ες
είχε καλυφθεί/καλυφτεί,
ήταν καλυμμένος, -η, -ο
είχαν καλυφθεί/καλυφτεί,
ήταν καλυμμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα καλύπτομαι θα καλυπτόμαστε
θα καλύπτεσαι θα καλύπτεστε, θα καλυπτόσαστε
θα καλύπτεται θα καλύπτονται
Toekomende tijd (2) θα καλυφθώ,
θα καλυφτώ
θα καλυφθούμε,
θα καλυφτούμε
θα καλυφθείς,
θα καλυφτείς
θα καλυφθείτε,
θα καλυφτείτε
θα καλυφθεί,
θα καλυφτεί
θα καλυφθούν(ε),
θα καλυφτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω καλυφθεί/καλυφτεί,
θα είμαι καλυμμένος, -η
θα έχουμε καλυφθεί/καλυφτεί,
θα είμαστε καλυμμένοι, -ες
θα έχεις καλυφθεί/καλυφτεί,
θα είσαι καλυμμένος, -η
θα έχετε καλυφθεί/ καλυφτεί,
θα είστε καλυμμένοι, -ες
θα έχει καλυφθεί/καλυφτεί,
θα είναι καλυμμένος, -η, -ο
θα έχουν καλυφθεί/καλυφτεί,
θα είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να καλύπτομαι να καλυπτόμαστε
να καλύπτεσαι να καλύπτεστε, να καλυπτόσαστε
να καλύπτεται να καλύπτονται
Aoristus να καλυφθώ,
να καλυφτώ
να καλυφθούμε,
να καλυφτούμε
να καλυφθείς,
να καλυφτείς
να καλυφθείτε,
να καλυφτείτε
να καλυφθεί,
να καλυφτεί
να καλυφθούν(ε),
να καλυφτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω καλυφθεί/καλυφτεί,
να είμαι καλυμμένος, -η
να έχουμε καλυφθεί/καλυφτεί,
να είμαστε καλυμμένοι, -ες
να έχεις καλυφθεί/καλυφτεί,
να είσαι καλυμμένος, -η
να έχετε καλυφθεί/καλυφτεί,
να είστε καλυμμένοι, -ες
να έχει καλυφθεί/καλυφτεί,
να είναι καλυμμένος, -η, -ο
να έχουν καλυφθεί/καλυφτεί,
να είναι καλυμμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- καλύπτεστε
Aoristus καλύψου καλυφθείτε, καλυφτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd καλυπτόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd καλυμμένος, -η, -ο καλυμμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus καλυφθεί, καλυπτεί
Voorbeelden met «καλύπτομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Tο σώμα του ψαριού καλύπτεται με λέπια. Het lichaam van de vis is bedekt met schubben.
Tο συνέδριο καλύφτηκε δημοσιογραφικά. De conferentie werd journalistiek geheim gehouden.
Καλυπτόμενος πίσω από την ανωνυμία του διαδικτύου, δυσφημήθηκε τις πατάτες Νάξου. Verborgen achter de anonimiteit van internet, bracht men de aardappels van Naxos in diskrediet.
Οι πατάτες πρέπει να καλυφθούν από το νερό και μπόρουν να βάλουν να βράσουν μετά. De aardappels moeten bedekt worden met het water en daarna aan de kook gebracht worden.
Όλες οι δαπάνες των Φορέων καλύπτονται από ευρωπαϊκά κονδύλια. Alle belasting uitgaven worden gedekt door Eu-kredieten
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «καλύπτομαι»:
- ανακαλύπτομαι uitvinden, ontdekken
- αποκαλύπτομαι zich openbaren, ontmaskeren
- απορρίπτομαι weigeren, van de hand wijzen
- βλάπτομαι beschadigd worden
- επισκέπτομαι * bezoeken, op bezoek gaan
- καταρρίπτομαι neerhalen, breken (record)
- παρακάμπομαι omleiden
- σκέπτομαι * denken, overwegen, peinzen
- συνάπτομαι ** grenzen aan, raken aan
- συγκαλύπτομαι bedekken, verbergen
- υποκρύπτομαι op de loer liggen
- υπολήπτομαι * waarderen, beschouwen, bekijken
 

De met * aangemerkte passieve werkwoorden hebben geen actieve vormen.

Het met ** aangemerkte werkwoord heeft een onregelmatige actieve vorm, zie hiervoor «συνάπτω»