Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd αδιαφορώ αδιαφορούμε
αδιαφορείς αδιαφορείτε
αδιαφορεί αδιαφορούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd αδιαφορούσα αδιαφορούσαμε
αδιαφορούσες αδιαφορούσατε
αδιαφορούσε αδιαφορούσαν(ε)
Aoristus αδιαφόρησα αδιαφορήσαμε
αδιαφόρησες αδιαφορήσατε
αδιαφόρησε αδιαφόρησαν, αδιαφορήσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω αδιαφορήσει έχουμε αδιαφορήσει
έχεις αδιαφορήσει έχετε αδιαφορήσει
έχει αδιαφορήσει έχουν αδιαφορήσει
Voltooid verleden tijd είχα αδιαφορήσει είχαμε αδιαφορήσει
είχες αδιαφορήσει είχατε αδιαφορήσει
είχε αδιαφορήσει είχαν αδιαφορήσει
Toekomende tijd (1) θα αδιαφορώ θα αδιαφορούμε
θα αδιαφορείς θα αδιαφορείτε
θα αδιαφορεί θα αδιαφορούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα αδιαφορήσω θα αδιαφορήσουμε
θα αδιαφορήσεις θα αδιαφορήσετε
θα αδιαφορήσει θα αδιαφορήσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω αδιαφορήσει θα έχουμε αδιαφορήσει
θα έχεις αδιαφορήσει θα έχετε αδιαφορήσει
θα έχει αδιαφορήσει θα έχουν αδιαφορήσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να αδιαφορώ να αδιαφορούμε
να αδιαφορείς να αδιαφορείτε
να αδιαφορεί να αδιαφορούν(ε)
Aoristus να αδιαφορήσω να αδιαφορήσουμε, να αδιαφορήσομε
να αδιαφορήσεις να αδιαφορήσετε
να αδιαφορήσει να αδιαφορήσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω αδιαφορήσει να έχουμε αδιαφορήσει
να έχεις αδιαφορήσει να έχετε αδιαφορήσει
να έχει αδιαφορήσει να έχουν αδιαφορήσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- αδιαφορείτε
Aoristus αδιαφόρησε αδιαφορήστε, αδιαφορήσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd αδιαφορώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας αδιαφορήσει
Onbepaalde wijs
Aoristus αδιαφορήσει
Voorbeelden met «αδιαφορώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Αδιαφορώ για την πολιτική. De politiek laat me koud.
Aδιαφορεί για τα μαθήματά του. Zijn lessen laten hem onverschillig.
Zήτησα τη βοήθειά του αλλά αυτός αδιαφόρησε. Ik vroeg zijn hulp, maar het liet hem onverschillig.
Τον παρακάλεσα να το κάνει, μα αδιαφόρησε. Ik smeekte hem het te doen, maar hij had geen interesse.
Αδιαφορώ αν αυτή πιστεύει ότι είναι τίποτα. Het kan me niet schelen als ze denkt dat het niets is

Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «αδιαφορώ»