Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd κάθομαι καθόμαστε
κάθεσαι κάθεστε, καθόσαστε
κάθεται κάθονται
Onvoltooid verleden tijd καθόμουν(α) καθόμαστε, καθόμασταν
καθόσουν(α) καθόσαστε, καθόσασταν
καθόταν(ε) κάθονταν, καθόντανε, καθόντουσαν
Aoristus έκατσα, κάθισα κάτσαμε, καθίσαμε
έκατσες, κάθισες κάτσατε, καθίστε
έκατσε, κάθισε έκατσαν, κάτσαν(ε), κάθισαν, καθίσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω κάτσει, έχω καθίσει,
είμαι καθισμένος, -η
έχουμε κάτσει, έχουμε καθίσει,
είμαστε καθισμένοι, -ες
έχεις κάτσει, έχεις καθίσει,
είσαι καθισμένος, -η
έχετε κάτσει, έχετε καθίσει,
είστε καθισμένοι, -ες
έχει κάτσει, έχει καθίσει,
είναι καθισμένος, -η, -ο
έχουν κάτσει, έχουν καθίσει,
είναι καθισμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα κάτσει, είχα καθίσει,
ήμουν καθισμένος, -η
είχαμε κάτσει, είχαμε καθίσει,
ήμαστε καθισμένοι, -ες
είχες κάτσει, είχες καθίσει,
ήσουν καθισμένος, -η
είχατε κάτσει, είχατε καθίσει,
ήσαστε καθισμένοι, -ες
είχε κάτσει, είχε καθίσει,
ήταν καθισμένος, -η, -ο
είχαν κάτσει, είχαν καθίσει,
ήταν καθισμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα κάθομαι θα καθόμαστε
θα κάθεσαι θα κάθεστε, θα καθόσαστε
θα κάθεται θα κάθονται
Toekomende tijd (2) θα κάτσω, θα καθίσω θα κάτσουμε, θα καθίσουμε
θα κάτσεις, θα καθίσεις θα κάτσετε, θα καθίσετε
θα κάτσει, θα καθίσει θα κάτσουν(ε), θα καθίσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω κάτσει, θα έχω καθίσει,
θα είμαι καθισμένος, -η
θα έχουμε κάτσει, θα έχουμε καθίσει,
θα είμαστε καθισμένοι, -ες
θα έχεις κάτσει, θα έχεις καθίσει,
θα είσαι καθισμένος, -η
θα έχετε κάτσει, θα έχετε καθίσει,
θα είστε καθισμένοι, -ες
θα έχει κάτσει, θα έχει καθίσει,
θα είναι καθισμένος, -η, -ο
θα έχουν κάτσει, θα έχουν καθίσει,
θα είναι καθισμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να κάθομαι να καθόμαστε
να κάθεσαι να κάθεστε, να καθόσαστε
να κάθεται να κάθονται
Aoristus να κάτσω, να καθίσω να κάτσουμε, να καθίσουμε
να κάτσεις, να καθίσεις να κάτσετε, να καθίσετε
να κάτσει, να καθίσει να κάτσουν(ε), να καθίσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω κάτσει, να έχω καθίσει,
να είμαι καθισμένος, -η
να έχουμε κάτσει, να έχουμε καθίσει,
να είμαστε καθισμένοι, -ες
να έχεις κάτσει, να έχεις καθίσει,
να είσαι καθισμένοι, -ες
να έχετε κάτσει, να έχετε καθίσει,
να είστε καθισμένοι, -ες
να έχει κάτσει, να έχει καθίσει,
να είναι καθισμένος, -η, -ο
να έχουν κάτσει, να έχουν καθίσει,
να είναι καθισμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- κάθεστε
Aoristus κάτσε, κάθισε κάτσετε, καθίστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd καθόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd καθισμένος, -η, -ο καθισμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus κάτσει, καθίσει
Voorbeelden met «κάθομαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Κατσε! Ga zitten!
Έλα κάτσε μαζί μου! Kom bij me zitten!
Κάθομαι σ΄αναμμένα κάρβουνα. Ik zit op hete kolen.
Μπήκε μέσα και έκατσε εκεί που κάθεσαι εσύ τώρα. Ze kwam binnen en ging zitten waar jij nu zit.
Πού κάθεσαι; κάθομαι στην οδό Πανεπιστημίου. Waar zit je? Ik zit in de Universiteit straat
Σαν γυναίκα κατουράω καθισμένη. Als vrouw plas ik zittend.
Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Hij kwam en ging naast me zitten.
Πόσον καιρό θα καθίσεις στην Aθήνα; Hoe lang zit je in Athene?
O Γιάννης κάθεται, δε βρήκε ακόμη δουλειά. Jan zit (thuis), hij vond nog geen werk.
καθίσουμε να εξετάσουμε το ζήτημα Laten we gaan zitten om de zaak te onderzoeken.
Tο κρέας ήταν άψητο και μου κάθισε στο στομάχι. Het vlees was rauw en lag me zwaar op de maag.
Mου κάθισε στο λαιμό ένα ψαροκόκαλο. Er zit een graat in mijn keel.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «κάθομαι»:
- επικάθομαι op elkaar plaatsen