<
Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd αίρω αίρουμε, αίρομε
αίρεις αίρετε
αίρει αίρουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd ήρα ήραμε
ήρες ήρατε
ήρε ήραν
Aoristus ήρα ήραμε
ήρες ήρατε
ήρε ήραν
Voltooid tegenwoordige tijd έχω άρει έχουμε άρει
έχεις άρει έχετε άρει
έχει άρει έχουν άρει
Voltooid verleden tijd είχα άρει είχαμε άρει
είχες άρει είχατε άρει
είχε άρει είχαν άρει
Toekomende tijd (1) θα αίρω θα αίρουμε, θα αίρομε
θα αίρεις θα αίρεις
θα αίρει θα αίρουν(ε
Toekomende tijd (2) θα άρω θα άρουμε, θα άρομε
θα άρεις θα άρετε
θα άρει θα άρουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω άρει θα έχουμε άρει
θα έχεις άρει θα έχετε άρει
θα έχει άρει θα έχουν άρει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να αίρω να αίρουμε, να αίρομε
να αίρεις να αίρετε
να αίρει να αίρουν(ε)
Aoristos να άρω να άρουμε
να άρεις να άρετε
να άρει να άρουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω άρει να έχουμε άρει
να έχεις άρει να έχετε άρει
να έχει άρει να έχουν άρει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd αίρε αίρετε
Aoristus άρε άρετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd αίροντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας άρει
Onbepaalde wijs
Aoristus άρει
Voorbeeldem met «αίρω»:
ελληνικά ολλανδικά
H τέχνη αίρει τον άνθρωπο από την πεζότητα. De kunst verheft de mens tot (het schrijven van) proza.
Ήρε την εμπιστοσύνη της προς την κυβέρνηση. Haar vertrouwen in de regering steeg.
Οφείλουμε να φροντίσουμε να άρουμε την άγνοια. We moeten zorgen de onwetendheid terug te dringen.
Αυτό το σύστημα δεν αίρει την ανάγκη για την ενίσχυση αυτών των μέτρων. Dit systeem neemt de noodzaak van de ondersteuning van deze maatregelen niet weg.
Αίροντας τη σημερινή ανασφάλεια ήρθαν ακριβώς στην σωστή ώρα. Om de huidige onzekerheid weg te nemen, kwamen ze precies op het juiste moment.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd:
- εξαίρω benadrukken, prijzen, loven
Tijden - wijzen Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd αίρομαι αιρόμαστε, αιρόμεθα
αίρεσαι αίρεστε, αίρεσθε
αίρεται αίρονται
Onvoltooid verleden tijd
ήρετο αίρονταν, ήροντο
Aoristus άρθηκα αρθήκαμε
άρθηκες αρθήκατε
άρθηκε, ήρθη άρθηκαν, αρθήκαν(ε), ήρθησαν
Voltooid tegenwoordige tijd έχω αρθεί έχουμε αρθεί
έχεις αρθεί έχετε αρθεί
έχει αρθεί έχουν αρθεί
Voltooid verleden tijd είχα αρθεί είχαμε αρθεί
είχες αρθεί είχατε αρθεί
είχε αρθεί είχαν αρθεί
Toekomende tijd (1) θα αίρομαι θα αιρόμαστε, θα αιρόμεθα
θα αίρεσαι θα αίρεστε, θα αίρεσθε
θα αίρεται θα αίρονται
Toekomende tijd (2) θα αρθώ θα αρθούμε
θα αρθείς θα αρθείτε
θα αρθεί θα αρθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω αρθεί θα έχουμε αρθεί
θα έχεις αρθεί θα έχετε αρθεί
θα έχει αρθεί θα έχουν αρθεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να αίρομαι να αιρόμαστε, να αιρόμεθα
να αίρεσαι να αίρεστε, να αίρεσθε
να αίρεται να αίρονται
Aoristus να αρθώ να αρθούμε
να αρθείς να αρθείτε
να αρθεί να αρθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω αρθεί να έχουμε αρθεί
να έχεις αρθεί να έχετε αρθεί
να έχει αρθεί να έχουν αρθεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd αίρεστε, αίρεσθε
Aoristos αρθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd
Voltooid tegenwoordige tijd
Onbepaalde wijs
Aoristus αρθεί
«αίρομαι» wordt o.a. gebruikt:
ελληνικά ολλανδικά
Η ασφάλεια αίρεται αφού περάσουν δέκα χρόνια. De veiligheid wordt opgeheven na het verstrijken van tien jaar.
Η απαγόρευση πρόσβασης μπορεί να αίρεται. Het toegangsverbod kan worden opgeheven.
Οι περιορισμοί αυτοί αίρονται αυτόματα. Die beperkingen worden automatisch opgeheven.
De volgende werkwoorden worden op dezelfde manier vervoegd:
- εξαίρομαι doen uitkomen