Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd σπεύδω σπεύδουμε, σπεύδομε
σπεύδεις σπεύδετε
σπεύδει σπεύδουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έσπευδα σπεύδαμε
έσπευδες σπεύδατε
έσπευδε έσπευδαν, σπεύδαν(ε)
Aoristus έσπευσα σπεύσαμε
έσπευσες σπεύσατε
έσπευσε έσπευσαν, σπεύσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω σπεύσει έχουμε σπεύσει
έχεις σπεύσει έχετε σπεύσει
έχει σπεύσει έχουν σπεύσει
Voltooid verleden tijd είχα σπεύσει είχαμε σπεύσει
είχες σπεύσει είχατε σπεύσει
είχε σπεύσει είχαν σπεύσει
Toekomende tijd (1) θα σπεύδω θα σπεύδουμε, θα σπεύδομε
θα σπεύδεις θα σπεύδετε
θα σπεύδει θα σπεύδουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα σπεύσω θα σπεύσουμε, θα σπεύσομε
θα σπεύσεις θα σπεύσετε
θα σπεύσει θα σπεύσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω σπεύσει θα έχουμε σπεύσει
θα έχεις σπεύσει θα έχετε σπεύσει
θα έχει σπεύσει θα έχουν σπεύσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να σπεύδω να σπεύδουμε, να σπεύδομε
να σπεύδεις να σπεύδετε
να σπεύδει να σπεύδουν(ε)
Aoristus να σπεύσω να σπεύσουμε, να σπεύσομε
να σπεύσεις να σπεύσετε
να σπεύσει να σπεύσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω σπεύσει να έχουμε σπεύσει
να έχεις σπεύσει να έχετε σπεύσει
να έχει σπεύσει να έχουν σπεύσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd σπεύδε σπεύδετε
Aoristus σπεύσε σπεύστε, σπεύσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd σπεύδοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας σπεύσει
Onbepaalde wijs
Aoristus σπεύσει
Voorbeelden met «σπεύδω»
ελληνικά ολλανδικά
Πρέπει να σπεύσεις, πριν περάσει η προθεσμία. Je moet opschieten voordat de deadline verstrijkt.
Έσπευσαν σε βοήθεια των τραυματιών. De gewondenhulp kwam er met spoed aan.
Σπεύδει πάντα να απαντήσει πρώτος. Hij haast zich altijd om als eerste te antwoorden.
Mη σπεύδεις να βγάζεις συμπεράσματα. Trek niet zo vlug conclusies.
Έσπευσαν να βρουν μια καλή δουλειά. Zij haastten zich om goed werk te vinden.
Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «σπεύδω»:
- διαψεύδω logenstraffen, weerleggen, tegenspreken
-
-