Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ζητώ ζητούμε
ζητείς ζητείτε
ζητεί ζητούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd ζητούσα ζητούσαμε
ζητούσες ζητούσατε
ζητούσε ζητούσαν(ε)
Aoristus ζήτησα ζητήσαμε
ζητήσατε
ζήτησε ζήτησαν, ζητγήσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ζητήσει,
έχω ζητημένο
έχουμε ζητήσει,
έχουμε ζητημένο
έχεις ζητήσει,
έχεις ζητημένο
έχετε ζητήσει,
έχετε ζητημένο
έχει ζητήσει,
έχει ζητημένο
έχουν ζητήσει,
έχουν ζητημένο
Voltooid verleden tijd είχα ζητήσει,
είχα ζητημένο
είχαμε ζητήσει,
είχαμε ζητημένο
είχες ζητήσει,
είχες ζητημένο
είχατε ζητήσει,
είχατε ζητημένο
είχε ζητήσει,
είχε ζητημένο
είχαν ζητήσει,
είχαν ζητημένο
Toekomende tijd (1) θα ζητώ θα ζητούμε
θα ζητείς θα ζητείτε
θα ζητεί θα ζητούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα ζητήσω θα ζητήσουμε
θα ζητήσεις θα ζητήσετε
θα ζητήσει θα ζητήσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ζητήσει,
θα έχω ζητημένο
θα έχουμε ζητήσει,
θα έχουμε ζητημένο
θα έχεις ζητήσει,
θα έχεις ζητημένο
θα έχετε ζητήσει,
θα έχετε ζητημένο
θα έχει ζητήσει,
θα έχει ζητημένο
θα έχουν ζητήσει,
θα έχουν ζητημένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ζητώ να ζητούμε
να ζητείς να ζητείτε
να ζητεί να ζητούν(ε)
Aoristus να ζητήσω να ζητήσουμε, να ζητήσομε
να ζητήσεις να ζητήσετε
να ζητήσει να ζητήσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ζητήσει,
να έχω ζητημένο
να έχουμε ζητήσει,
να έχουμε ζητημένο
να έχεις ζητήσει,
να έχεις ζητημένο
να έχετε ζητήσει,
να έχετε ζητημένο
να έχει ζητήσει,
να έχει ζητημένο
να έχουν ζητήσει,
να έχουν ζητημένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ζητείτε
Aoristus ζήτησε ζητήστε, ζητήσετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ζητώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας ζητήσει, έχοντας ζητημένο
Onbepaalde wijs
Aoristus ζητήσει
«ζητώ»:
ελληνικά ολλανδικά
Αυτή η κλίση χρησιμοποιείται σπάνια, μόνο σ 'ένα επίσημο ύφος και τις τυποποιημένες εκφράσεις, όπως: Deze vervoeging wordt zelden gebruikt, alleen in een formele spreektrant en in standaard uitdrukkingen zoals:
σε τήλεφωνική συνομαλία και σε αγγελίες in telefoon gespreken en in advertenties
ποιος τον ζητεί, παρακαλώ; wie wil u spreken, a.u.b.

Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «ζητώ»

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ζητούμαι ζητούμαστε
ζητείσαι ζητείστε
ζητείται ζητούνται
Onvoltooid verleden tijd ζητούμουν ζητούμαστε
-- --
ζητούνταν, ζητείτο ζητούνταν, ζητούντο
Aoristus ζητήθηκα ζητηθήκαμε
ζητήθηκες ζητηθήκατε
ζητήθηκε ζητήθηκαν, ζητηθήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ζητηθεί,
είμαι ζητημένος, -η
έχουμε ζητηθεί,
είμαστε ζητημένοι, -ες
έχεις ζητηθεί,
είσαι ζητημένος, -η
έχετε ζητηθεί,
είστε ζητημένοι, -ες
έχει ζητηθεί,
είναι ζητημένος, -η, -ο
έχουν ζητηθεί,
είναι ζητημένοι, -ές, -α
Voltooid verleden tijd είχα ζητηθεί,
ήμουν ζητημένος, -η
είχαμε ζητηθεί, ήμαστε ζητημένοι, -ες
είχες ζητηθεί, ήσουν ζητημένος, -η είχατε ζητηθεί, ήσαστε ζητημένοι, -ες
είχε ζητηθεί,
ήταν ζητημένος, -η, -ο
είχαν ζητηθεί,
ήταν ζητημένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα ζητούμαι θα ζητούμαστε
θα ζητείσαι θα ζητείστε
θα ζητείται θα ζητούνται
Toekomende tijd (2) θα ζητηθώ θα ζητηθούμε
θα ζητηθείς θα ζητηθείτε
θα ζητηθεί θα ζητηθούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ζητηθεί,
θα είμαι ζητημένος, -η
θα έχουμε ζητηθεί,
θα είμαστε ζητημένοι, -ες
θα έχεις ζητηθεί,
θα είσαι ζητημένος, -η
θα έχετε ζητηθεί,
θα είστε ζητημένοι, -η
θα έχει ζητηθεί,
θα είναι ζητημένος, -η, -ο
θα έχουν ζητηθεί,
θα είναι ζητημένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ζητούμαι να ζητούμαστε
να ζητείσαι να ζητείστε
να ζητείται να ζητούνται
Aoristus να ζητηθώ να ζητηθούμε
να ζητηθείς να ζητηθείτε
να ζητηθεί να ζητηθούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ζητηθεί,
να είμαι ζητημένος, -η
να έχουμε ζητηθεί,
να είμαστε ζητημένοι, -ες
να έχεις ζητηθεί,
να είσαι ζητημένος, -η
να έχετε ζητηθεί,
να είστε ζητημένοι, -ες
να έχει ζητηθεί,
να είναι ζητημένος, -η, -ο
να έχουν ζητηθεί,
να είναι ζητημένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ζητείστε
Aoristus ζητήσου ζητηθείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd ζητημένος, -η, -ο ζητημένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ζητηθεί
«ζητούμαι»:
ελληνικά ολλανδικά
Zητούνται οικιακές βοηθοί Hulpen in de huishouding gevraagd
ζητείται υπάλληλος medewerker gezocht

Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «ζητούμαι»