Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd σκίζω σκίζουμε, σκίζομε
σκίζεις σκίζετε
σκίζει σκίζουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έσκιζα σκίζαμε
έσκιζες σκίζατε
έσκιζε έσκιζαν, σκίζαν(ε)
Aoristus έσκισα σκίσαμε
έσκισες σκισατε
έσκισε έσκισαν, σκίσκίσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω σκίσει, έχω σκισμένο έχουμε σκίσει, έχουμε σκισμένο
έχεις σκίσει, έχεις σκισμένο έχετε σκίσει, έχετε σκισμένο
έχει σκίσει, έχει σκισμένο έχουν σκίσει, έχουν σκισμένο
Voltooid verleden tijd είχα σκίσει, είχα σκισμένο είχαμε σκίσει, είχαμε σκισμένο
είχες σκίσει, είχες σκισμένο είχατε σκίσει, είχατε σκισμένο
είχε σκίσει, είχε σκισμένο είχαν σκίσει, είχαν σκισμένο
Toekomende tijd (1) θα σκίσειζω θα σκίζουμε, θα οσκίζομε
θα σκίζεις θα σκίζετε
θα σκίζει θα σκίζουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα σκίσω θα σκίσουμε, θα σκίζομε
θα σκίσεις θα σκίσετε
θα σκίσει θα σκίσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω σκίσει, θα έχω σκισμένο θα έχουμε σκίσει, θα έχουμε σκισμένο
θα έχεις σκίσει, θα έχεις σκισμένο θα έχετε σκίσει, θα έχετε σκισμένο
θα έχει σκίσει, θα έχει σκισμένο θα έχουν σκίσει, θα έχουν σκισμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να σκίζω να σκίζουμε, να σκίζομε
να ορίζεις να ορίζετε
να σκίζει να σκίζουν(ε)
Aoristus να σκίσω να σκίσουμε, να σκίσομε
να σκίσεις να σκίσετε
να σκίσει να σκίσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω σκίσει, να έχω σκισμένο να έχουμε σκίσει, να έχουμε σκισμένο
να έχεις σκίσει, να έχεις σκισμένο να έχετε σκίσει, να έχετε σκισμένο
να έχει σκίσει, να έχει σκισμένο να έχουν σκίσει, να έχουν σκισμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd σκίζε σκίζετε
Aoristus σκίσε σκίστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd σκίζοντας
Tegenwoordige voltooide tijd έχοντας σκίσει, έχοντας σκισμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus σκίσει

Enkele voorbeelden met «σκίζω»:

ελληνικά ολλανδικά
Έσκισε μια σελίδα από το βιβλίο. Hij scheurde een pagina uit het boek.
Θα σκίσω μια σελίδα από το τετράδιο. Ik zal een pagina uit het schrift scheuren.
Το έσκισα σε δυο κομμάτια. Ik scheurde het in twee stukken.
Tα αγκάθια τού έσκισαν τα χέρια της. De doornen scheurden haar handen open.
Tα χελιδόνια σκίζουν τον αέρα. De zwaluwen klieven (door) de wind.
Tο καράβι έσκιζε τα κύματα. De boot kliefde (door) de golven.

Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «σκίζω»

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd σκίζομαι σκιζόμαστε
σκίζεσαι σκισμένοζεστε, οσκιζόσαστε
σκίζεται σκίζονται
Onvoltooid verleden tijd σκιζόμουν(α) σκιζόμαστε, σκιζόμασταν
σκιζόσουν(α) σκιζόσαστε, σκιζόσασταν
σκιζόταν(ε) σκίζονταν, σκιζόντανε, σκιζόντουσαν
Aoristus σκίστηκα σκιστήκαμε
σκίστηκες σκιστήκατε
σκίστηκε σκίστηκαν, σκιστήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω σκιστεί, είμαι σκισμένος, -η έχουμε σκιστεί, είμαστε σκισμένοι, -ες
έχεις σκιστεί, είσαι σκισμένος, -η έχετε σκίσει, είστε σκισμένοι, -ες
έχει σκιστεί, είναι σκισμένος, -η, -ο έχουν σκιστεί, είναι σκισμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα σκιστεί, ήμουν σκισμένος, -η είχαμε σκιστεί, ήμαστε σκισμένοι, -ες
είχες σκιστεί, ήσουν σκισμένος, -η είχατε σκιστεί, ήσαστε σκισμένοι, -ες
είχε σκιστεί, ήταν σκισμένος, -η, -ο είχαν σκιστεί, ήταν σκισμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα σκίζομαι θα σκιζόμαστε
θα σκίζεσαι θα σκίζεστε, θα σκιζόσαστε
θα σκίζεται θα σκίζονται
Toekomende tijd (2) θα σκιστώ θα σκιστούμε
θα σκιστείς θα σκιστείτε
θα σκιστεί θα σκιστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω σκιστεί, θα είμαι σκισμένος, -η θα έχουμε σκιστεί, θα είμαστε σκισμένος, -ες
θα έχεις σκιστεί, θα είσαι σκισμένος, -η θα έχετε σκιστεί, θα είστε σκισμένοι, -ες
θα έχει σκιστεί, θα είναι σκισμένος, -η, -ο θα έχουν σκιστεί, θα είναι σκισμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να σκίζομαι να σκιζόμαστε
να σκίζεσαι να σκίζεστε, να σκιζόσαστε
να σκίζεται να σκίζονται
Aoristus να σκιστώ να σκιστούμε
να σκιστείς να σκιστείτε
να σκιστεί να σκιστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω σκιστεί, να είμαι σκισμένος, -η να έχουμε σκιστεί, να είμαστε σκισμένοι, -ες
να έχεις σκιστεί, να είσαι σκισμένος, -η να έχετε σκιστεί, να είστε σκισμένοι, -ες
να έχει σκιστεί, να είναι σκισμένος, -η, -ο να έχουν σκιστεί, να είναι σκισμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- σκίζεστε
Aoristus σκίσου σκιστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd σκιζόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd σκισμένος, -η, -ο σκισμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus σκιστεί

Enkele voorbeelden met «σκίζομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Σκίστηκε το φόρεμά σου. Ze scheurde haar jurk.
Aυτό το χαρτί δε σκίζεται εύκολα. Dat papier scheurt niet gemakkelijk.
Εμφανίστηκε μπροστά μου με σκισμένα ρούχα. Hij/zij verscheen bij me in gescheurde kleren.
H γη σκίστηκε κάτω από τα πόδια του. De aarde scheurde onder zijn voeten.
Σκίζεται η καρδιά μου. Mijn hart is gebroken.
Σκίστηκαν κάθε φορά για να με περιποιηθεί. Zij sloofden zich elke keer uit om me in de watten te leggen.

Werkwoorden die op dezelfde manier vervoegd worden als «σκίζομαι»