Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ελέγχω ελέγχουμε, ελέγχομε
ελέγχεις ελέγχετε
ελέγχει ελέγχουν(ε)
Onvoltooid verleden tijd έλεγχα ελέγχαμε
έλεγχες ελέγχατε
έλεγχε έλεγχαν, ελέγχαν(ε)
Aoristus έλεγξα ελέγξαμε
έλεγξες ελέγξατε
έλεγξε έλεγξαν, ελέγξαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ελέγξει, έχω ελεγμένο έχουμε ελέγξει, έχουμε ελεγμένο
έχεις ελέγξει, έχεις ελεγμένο έχετε ελέγξει, έχετε ελεγμένο
έχει ελέγξει, έχει ελεγμένο έχουν ελέγξει, έχουν ελεγμένο
Voltooid verleden tijd είχα ελέγξει, είχα ελεγμένο είχαμε ελέγξει, είχαμε ελεγμένο
είχες ελέγξει, είχες ελεγμένο είχατε ελέγξει, είχατε ελεγμένο
είχε ελέγξει, είχε ελεγμένο είχαν ελέγξει, είχαν ελεγμένο
Toekomende tijd (1) θα ελέγχω θα ελέγχουμε, θα ελέγχομε
θα ελέγχεις θα ελέγχετε
θα ελέγχει θα ελέγχουν(ε)
Toekomende tijd (2) θα ελέγξω θα ελέγξουμε, θα ελέγξομε
θα ελέγξεις θα ελέγξετε
θα ελέγξει θα ελέγξουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ελέγξει, θα έχω ελεγμένο θα έχουμε ελέγξει, θα έχουμε ελεγμένο
θα έχεις ελέγξει, θα έχεις ελεγμένο θα έχετε ελέγξει, θα έχετε ελεγμένο
θα έχει ελέγξει, θα έχει ελεγμένο θα έχουν ελέγξει, θα έχουν ελεγμένο
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ελέγχω να ελέγχουμε, να ελέγχομε
να ελέγχεις να ελέγχετε
να ελέγχει να ελέγχουν(ε)
Aoristus να ελέγξω να ελέγξουμε, να ελέγξομε
να ελέγξεις να ελέγξετε
να ελέγξει να ελέγξουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ελέγξει, να έχω ελεγμένο να έχουμε ελέγξει, να έχουμε ελεγμένο
να έχεις ελέγξει, να έχεις ελεγμένο να έχετε ελέγξει, να έχετε ελεγμένο
να έχει ελέγξει, να έχει ελεγμένο να έχουν ελέγξει, να έχουν ελεγμένο
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd έλεγχε ελέγχετε
Aoristus έλεγξε ελέγξτε, ελέγξετε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ελέγχοντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας ελέγξει, έχοντας ελεγμένο
Onbepaalde wijs
Aoristus ελέγξει

Enkele voorbeelden met «ελέγχω»:

ελληνικά ολλανδικά
Παρακαλώ ελέγξτε αν το υπόλοιπο του λογαριασμού μου είναι τουλάχιστον τετρακόσια δολάρια. Controleert u a.u.b. of het saldo van mijn rekening tenminste 400 dollar is.
Ο διευθυντής ελέγχει τους υφισταμένους του. De directeur controleert zijn ondergeschikten.
Μπορείς να ελέγξεις το μήνυμά μου πριν το στείλεις; Kun je mijn bericht controleren voordat je het stuurt?
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «ελέγχω»:
- αντέχω tegenstaan, lijden
- βήχω hoesten, bekennen
- βρέχω ** regenen, huilen, vochtig worden
- καταβρέχω ** besproeien, sprenkelen
- καταψήχω * bevriezen, invriezen
- ξεροβήχω droog hoesten
- πάσχω toestaan, dragen
- πρoσέχω oppassen, opletten
- συμπάσχω identificeren met
- τρέχω rennen
- ψύχω * bevriezen
- .

De met * aangemerke actieve werkwoorden hebben ook actieve vormen

** «βρέχω» en «καταβρέχω»

Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd ελέγχομαι ελεγχόμαστε
ελέγχεσαι ελέγχεστε, ελεγχόσαστε
ελέγχεται ελέγχονται
Onvoltooid verleden tijd ελεγχόμουν(α) ελεγχόμαστε, ελεγχόμασταν
ελεγχόσουν(α) ελεγχόσαστε, ελεγχόσασταν
ελεγχόταν ελέγχονταν, ελεγχόντανε, ελεγχόντουσαν
Aoristos ελέγχθηκα, ελέγχτηκα ελεγχθήκαμε, ελεγχτήκαμε
ελέγχθηκες, ελέγχτηκες ελεγχθήκατε, ελεγχτήκατε
ελέγχθηκε, ελέγχτηκε ελέγχθηκαν/ελέγχτηκαν,
ελεγχθήκαν(ε)/ελεγχτήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω ελεγχθεί/ελεγχτεί,
είμαι ελεγμένος, -η
έχουμε ελεγχθεί/ελεγχτεί,
είμαστε ελεγμένοι, -ες
έχεις ελεγχθεί/ελεγχτεί,
είσαι ελεγμένος, -η
έχετε ελεγχθεί/ελεγχτεί,
είστε ελεγμένοι, -ες
έχει ελεγχθεί/ελεγχτεί,
είναι ελεγμένος, -η, -ο
έχουν ελεγχθεί/ελεγχτεί,
είναι ελεγμένοι, -ες, -α
Voltooid verleden tijd είχα ελεγχθεί/ελεγχτεί,
ήμουν ελεγμένος, -η
είχαμε ελεγχθεί/ελεγχτεί,
ήμαστε ελεγμένοι, -ες
είχες ελεγχθεί/ελεγχτεί,
ήσουν ελεγμένος, -η
είχατε ελεγχθεί/ελεγχτεί,
ήσαστε ελεγμένοι, -ες
είχε ελεγχθεί/ελεγχτεί,
ήταν ελεγμένος, -η, -ο
είχαν ελεγχθεί/ελεγχτεί,
ήταν ελεγμένοι, -ες, -α
Toekomende tijd (1) θα ελέγχομαι θα ελεγχόμαστε
θα ελέγχεσαι θα ελέγχεστε, θα ελεγχόσαστε
θα ελέγχεται θα ελέγχονται
Toekomende tijd (2) θα ελεγχθώ, θα ελεγχτώ θα ελεγχθούμε, θα ελεγχτούμε
θα ελεγχθείς, θα ελεγχτείς θα ελεγχθείτε, θα ελεγχτείτε
θα ελεγχθεί, θα ελεγχτεί θα ελεγχθούν(ε), θα ελεγχτούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω ελεγχθεί/ελεγχτεί,
θα είμαι ελεγμένος, -η
θα έχουμε ελεγχθεί/ελεγχτεί,
θα είμαστε ελεγμένοι, -ες
θα έχεις ελεγχθεί/ελεγχτεί,
θα είσαι ελεγμένος, -η
θα έχετε ελεγχθεί/ελεγχτεί,
θα είστε ελεγμένοι, -ες
θα έχει ελεγχθεί/ελεγχτεί,
θα είναι ελεγμένος, -η, -ο
θα έχουν ελεγχθεί/ελεγχτεί,
θα είναι ελεγμένοι, -ες, -α
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να ελέγχομαι να ελεγχόμαστε
να ελέγχεσαι να ελέγχεστε, θα ελεγχόσαστε
να ελέγχεται να ελέγχονται
Aoristus να ελεγχθώ, να ελεγχτώ να ελεγχθούμε, να ελεγχτούμε
να ελεγχθείς, να ελεγχτείς να ελεγχθείτε, να ελεγχτείτε
να ελεγχθεί, να ελεγχτεί να ελεγχθούν(ε), να ελεγχτούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω ελεγχθεί/ελεγχτεί,
να είμαι ελεγμένος, -η
να έχουμε ελεγχθεί/ελεγχτεί,
να είμαστε ελεγμένοι, -ες
να έχεις ελεγχθεί/ελεγχτεί,
να είσαι ελεγμένος, -η
να έχετε ελεγχθεί/ελεγχτεί,
να είστε ελεγμένοι, -ες
να έχει ελεγχθεί/ελεγχτεί,
να είναι ελεγμένος, -η, -ο
να έχουν ελεγχθεί/ελεγχτεί,
να είναι ελεγμένοι, -ες, -α
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- ελέγχεστε
Aoristus ελέγξου ελεγχθείτε, ελεγχτείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd ελεγχόμενος
Voltooid tegenwoordige tijd ελεγμένος, -η, -ο ελεγμένοι, -ες, -α
Onbepaalde wijs
Aoristus ελεγχθεί, ελεγχτεί

Enkele voorbeelden met «ελέγχομαι»:

ελληνικά ολλανδικά
Θέλω να ελεγχθώ το πρόγραμμα για να δω αν δουλεύει. Ik wil dat het programma getest wordt om te zien of het werkt.
H πυρκαγιά ελέγχεται. De brand wordt gecontroleerd.
Σ'ανεπαρκές ελεγχόμενες συνθήκες των μεταφορών, θα πρέπει να λαμβάνουμε τα μέτρα. In onvoldoende gecontroleerde vervoers omstandigheden zullen we maatregelen moeten treffen.
Werkwoorden op dezelfde manier vervoegd als «ελέγχομαι»:
- ανέχομαι toestaan
- δέχομαι accepteren, ontvangen
- επιδέχομαι toegeven, bekennen van
- καταδέχομα opmerken
- καταψύχομαι * koud maken
- μάχομαι vechten, strijden
- παραδέχομαι geacccepteerd worden
- ψύχομαι * afkoelen, invriezen

Van bovenstaande passieve werkwoorden hebben alleen de met * aangegeven werkwoorden actieve vormen.