Tijden - wijzen Actieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd σειώ σειούμε
σειείς σειείτε
σειεί σειούν(ε)
Onvoltooid verleden tijd σειούσα σειούσαμε
σειούσες σειούσατε
σειούσε σειούσαν(ε)
Aoristus έσεισα σείσαμε
έσεισες έσεισες
έσεισε έσεισαν, σειήσαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω σείσει έχουμε σείσει
έχεις σείσει έχετε σείσει
έχει σείσει έχουν σείσει
Voltooid verleden tijd είχα σείσει είχαμε σείσει
είχες σείσει είχατε σείσει
είχε σείσει είχαν σείσει
Toekomende tijd (1) θα σειώ θα σειούμε
θα σειείς θα σειείτε
θα σειεί θα σειούν(ε)
Toekomende tijd (2) θα σείσω θα σείσουμε, θα σείσομε
θα σείσεις θα σείσετε
θα σείσει θα σείσουν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω σείσει θα έχουμε σείσει
θα έχεις σείσει θα έχετε σείσει
θα έχει σείσει θα έχουν σείσει
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να σειώ να σειούμε
να σειείς να σειείτε
να σειεί να σειούν(ε)
Aoristus να σείσω να σείσουμε, να σείσομε
να σείσεις να σείσετε
να σείσει να σείσουν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω σείσει να έχουμε σείσει
να έχεις σείσει να έχετε σείσει
να έχει σείσει να έχουν σείσει
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- σειείτε
Aoristus σείσε σείστε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd σειώντας
Voltooid tegenwoordige tijd έχοντας σείσει
Onbepaalde wijs
Aoristus σείσει
Het gebruik van «σειώ»
ελληνικά ολλανδικά
Σείουμε κάθε τόσο την κατσαρόλα για να μην κολλήσει. We schudden de pan door elkaar om plakken te voorkomen.
Όταν ξεσπάσει η κρίση, έσεισα συθέμελα την ελληνική αγορά. Toen de crisis uitbrak schudde de Griekse markt op haar grondvesten
Αυτός σειεί την γην απο του τόπου αυτής. Dit schudt de aarde van haar plaats.
Αναρωτιέμαι τι θα κάνατε όταν εσείσαν σας πρόσφεραν 3 εκατομμύρια ευρώ. Ik vraag me af wat u zou doen als zij u € 3.000.000 bieden.
Tijden Passieve Vorm
Aantonende wijs Enkelvoud Meervoud
Onvoltooid tegenwoordige tijd σειέμαι σειόμαστε
σειέσαι σειέστε, σειόσαστε
σειέται σειούνται, σειόνται
Onvoltooid verleden tijd σειόμουν(α) σειόμαστε, σειόμασταν
σειόσουν(α) σειόσαστε, σειόσασταν
σειόταν(ε) σειόνταν(ε), σειούνταν, σειόντουσαν
Aoristus σείστηκα σειστήκαμε
σείστηκες σειστήκατε
σείστηκε σείστηκαν, σειστήκαν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd έχω σειστεί έχουμε σειστεί
έχεις σειστεί έχετε σειστεί
έχει σειστεί έχουν σειστεί
Voltooid verleden tijd είχα σειστεί είχαμε σειστεί
είχες σειστεί είχατε σειστεί
είχε σειστεί είχαν σειστεί
Toekomende tijd (1) θα σειείμαι θα σειόμαστε
θα σειείσαι θα σειέστε, θα σειόσαστε
θα σειέται θα σειούνται, θα σειόνται
Toekomende tijd (2) θα σειστώ θα σειστούμε
θα σειστείς θα σειστείς
θα σειστεί θα σειστούν(ε)
Voltooid toekomende tijd θα έχω σειστεί) θα έχουμε σειστεί
θα έχεις σειστεί θα έχετε σειστεί
θα έχει σειστεί θα έχουν σειστεί
Aanvoegende wijs
Onvoltooid tegenwoordige tijd να σειέμαι να σειόμαστε
να σειέσαι να σειέστε, να σειόσαστε
να σειείται να σειούνται, να σειόνται
Aoristus να σειστώ να σειστούμε
να σειστείς να σειστείτε
να σειστεί να σειστούν(ε)
Voltooid tegenwoordige tijd να έχω σειστεί να έχουμε σειστεί
να έχεις σειστεί να έχετε σειστεί
να έχει σειστεί να έχουν σειστεί
Gebiedende wijs
Tegenwoordige tijd -- σειέστε
Aoristus σείσου σειστείτε
Deelwoord
Tegenwoordige tijd --
Voltooid tegenwoordige tijd -- --
Onbepaalde wijs
Aoristus σειστεί
Het gebruik van «σειέμαι»
ελληνικά ολλανδικά
Σείστηκε η γη από το σεισμό. De aarde schudde vanwegen de aardbeving.
Προκάλεσαν μας να σειστούμε στους ρυθμούς τους μέχρι τελικής πτώσης. Zij daagden ons uit te rocken op hun ritme tot we er bij neervielen.
Το «ουάου», που έλεγε ο Γιάννης Βαρουφάκης, έκανε ολη την αίθουσα να σειστεί από τα γέλια. Het "wow", dat Yannis Varoufakis zei, maakte dat de hele kamer schudde van het lachen.
Oι χρηματοπιστωτικές αγορές μας, τις οποίες θεωρούσαμε σταθερές, σείστηκαν συθέμελα. Onze financiële markten, die we als stabiel beschouwden, schudden op hun grondvesten.